Κυριακή 8 Απριλίου 2012
Εις το επανιδείν
Κυριακή 1 Απριλίου 2012
Το κουίζ της εβδομάδας
Σάββατο 24 Μαρτίου 2012
παράλληλες προσφυγιές
Τρίτη 13 Μαρτίου 2012
Δρόμοι
Και μια και ο λόγος για την περιπλάνηση των συγγραφέων στους δρόμους της πόλης, ας κλείσουμε με τους υπέροχους στίχους απ’ την περιπλάνηση του Αναγνωστάκη σε δρόμους παλιούς που αγάπησε και μίσησε ατέλειωτα.
Θα πρότεινα να κρατήσουμε το στίχο «κρατώντας μια σπίθα τρεμόσβηστη στις υγρές μου παλάμες».
Να προσέχουμε αυτή τη σπίθα που είναι ικανή να ανάψει «χιλιάδες μικρές πυρκαγιές».
Πέμπτη 8 Μαρτίου 2012
Στατιστικά
Πέμπτη 1 Μαρτίου 2012
Ο Λέων Ναρ για τον Γιώργο Ιωάννου
Διαβάστε τις και βρείτε σημεία του κειμένου που τις επαληθεύουν.
Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2012
"Σώπα, δάσκαλε, ν' ακούσουμε το πουλί!"
Προκαταβολικά μόνο, κάτι που αναφέρει γι’ αυτή την «απλότητα» του Ιωάννου ένας ομότεχνός του, ο Γιάννης Βαρβέρης:
Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2012
Η Μαντώ γράφει το δικό της κείμενο για τα Αντικλείδια
Η ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή. Ανοιχτή γι’ αυτούς που κοιτούν αδιάφορα μέσα, αντικρύζουν το κενό και προσπερνούν βιαστικά.
Η ποίηση είναι μια πόρτα κλειστή. Κλειστή για εκείνους που γοητεύονται από τη μαγεία της και επιθυμούν διακαώς να τη διαβούν. Περνούν λοιπόν από τη ζωή δοκιμάζοντας να παραβιάσουν την ερμητικά αυτή κλειστή πόρτα, με αντικλείδια, τα ποιήματα, καταφέρνοντας τελικά έτσι να ξεκλέψουν μια ματιά στο συναρπαστικό της κόσμο μα όχι να την κατακτήσουν πλήρως. Το ποίημα αυτό παρουσιάζει μια διαχρονική πραγματικότητα. Το κάστρο της ποίησης παραμένει από την αρχαιότητα έως σήμερα απόρθητο για τους ανθρώπους. Ένα όνειρο που τείνουν το χέρι τους για να αρπάξουν και εκεί που το αγγίζουν με τα ακροδάχτυλά τους, γεύονται σχεδόν την άυλη σάρκα του, αυτό πάντα ξεγλιστρά".
Μαντώ Μ.
Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2012
¡Viva Chile! ( εκτός ύλης)
Ένας από τους λόγους στους οποίους χρωστάει την ύπαρξή του αυτό το blog είναι και το ότι εδώ μπορούν να βρίσκουν άσυλο οι στιγμές που στην τάξη, κάτω από την πίεση της ύλης και των εξετάσεων, δεν πρόλαβαν να υπάρξουν.Προχτές, καθώς μοίραζα τις φωτοτυπίες για το μάθημα «Τα αντικλείδια», του Γ. Παυλόπουλου, η Αλεξάνδρα με ρώτησε « Κύριε, από πού ήταν ο Νερούδα;» Είχε στα χέρια της ένα μικρό βιβλιαράκι του Pablo Neruda και διάβαζε από τα ερωτικά του ποιήματα σε απόδοση Αγαθής Δημητρούκα.
Ξεπέρασα την έκπληξή μου και απάντησα «απ’ τη Χιλή». Και, καλώς εχόντων των πραγμάτων, σε μια άλλη τάξη, σε ένα άλλο σχολείο, σε μια άλλη εκπαιδευτική συνθήκη, το μάθημα θα ξεκινούσε από ‘κει και θα ήταν όλο για το Νερούδα και τη Χιλή. Την πολύπαθη Χιλή, την Isabel Allende, τους Inti Illimani και τις συναυλίες τους στο Λυκαβηττό, τους Quilapayun, τη Violeta Parra, το Victor Jara, το Canto General, βέβαια, του Μίκη Θεοδωράκη και τη συνάντησή του με το χιλιανό ποιητή, τον τρυφερό κινηματογραφικό Il postino, όπου ο Νερούδα συναντάει έναν αγράμματο ταχυδρόμο και τον μυεί στην ποίηση, τόσα και τόσα..
Δεν είπαμε τίποτα για όλα αυτά. Προσπαθήσαμε ανεπιτυχώς να ξεκλειδώσουμε την Ποίηση με ένα από τα αντικλείδια που μας πρόσφερε ο Παυλόπουλος και μάλιστα με τόση επιμονή που, απ’ όσο παρατήρησα, ακόμα και η Αλεξάνδρα άφησε το μικρό βιβλιαράκι στην άκρη, για να το συνεχίσει αργότερα. Ούτε και σε μιαν ανάρτηση χωράνε πολλά. Ένα μικρό δείγμα μόνο από τα ερωτικά του Νερούδα, me gustas como callas, το οποίο δε συμπεριλαμβάνεται στο μικρό βιβλιαράκι και που μια και στο διαδίκτυο υπάρχουν κάποιες μεταφράσεις του χωρίς…πατρότητα, το μεταφράζω εδώ πρόχειρα. Έτσι, για μια πρώτη γεύση. Και μαζί και το soundtrack της ταινίας il postino (μουσική του Luis Bacalov), που το είχαμε δει και στην κινηματογραφική λέσχη του σχολείου και που για όποιον το έχασε το συστήνουμε ανεπιφύλακτα. Για τα υπόλοιπα περί Χιλής θαυμαστά, έχει ο καιρός!
Me gustas cuando callas porqué estás como ausentey me oyes desde lejos, y mi voz no te toca
parece que los ojos se te hubieran volado
y parece que un beso te cerrara la boca
Como todas las cosas están llenas de mi alma
emerges de las cosas, llena del alma mía.
Mariposa de sueño, te pareces a mi alma
y te pareces a la palabra melancolia.
Me gustas cuando callas y estás como distante
y estás como quejándote, mariposa en arullo.
Y me oyes desde lejos, y mi voz no te alcanza:
Déja me que me calle en el silencio tuyo.
Déjame que te hable también con tu silencio
claro como una lámpara, simple como un anillo.
Eres como la noche, callada y constelada
Tu silencio es de estrella, tan lejano y sencillo.
Me gustas cuando callas porqué estás como ausente
Distante y dolorosa como si hubieras muerto.
Una palabra entonces, una sonrisa bastan
Μ’ αρέσεις σαν σωπαίνεις, γιατί είναι σαν να λείπεις
κι από μακριά μ’ ακούς, κι η φωνή μου δε σ’ αγγίζει.
Κι είναι σαν τα μάτια σου να έχουνε πετάξει
κι είναι σαν ένα φιλί το στόμα σου να κλείνει
Όπως όλα τα πράγματα είναι γεμάτα απ’ την ψυχή μου
αναδύεσαι απ’ τα πράγματα, γεμάτη απ’ την ψυχή μου.
Πεταλούδα τ’ονείρου, ίδια η ψυχή μου
και ίδια η λέξη μελαγχολία
Μ’ αρέσεις σαν σωπαίνεις και είσαι σαν απόμακρη
κι είσαι σαν παραπονεμένη πεταλούδα που τιτιβίζει.
Κι από μακριά μ’ ακούς , κι η φωνή μου δε σε φτάνει:
Άφησέ με να σωπαίνω με τον ήχο της σιωπής σου.
που ‘ναι σα λάμπα φωτεινή, απλή σα δαχτυλίδι.
Σαν τη νύχτα είσαι εσύ, ξάστερη και σιωπηλή.
Η σιωπή σου αστρική, έτσι απλή και μακρινή.
Απόμακρη και λυπημένη, σα να’ χεις πεθάνει .
Μία σου λέξη τότε, ένα χαμόγελό σου, φτάνουν.
Κι είμαι όλος χαρά, χαρά που αυτό δεν είν’ αλήθεια.
Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2012
Για λίγη εξάσκηση

Φίλοι
Που φεύγουν
Τη νύχτα
Σαν τρυπημένες σάπιες σημαίες.
Στα σιδερένια κρεβάτια
Όταν το φως λιγοστεύει
Τα ξημερώματα.
(Παρενθέσεις, 1949)
Όπως βλέπαμε και στην τάξη, ο χαρακτηρισμός πολλές φορές κάποιων στοιχείων ενός κειμένου μπορεί να μην είναι δύσκολος και να γίνεται και εύκολα κατανοητός. Εκείνο που καμιά φορά μας δυσκολεύει είναι η αιτιολόγηση, η στήριξη ενός χαρακτηριστικού μέσα από τον τρόπο γραφής και τα εκφραστικά μέσα.
Γίνεται, π.χ, αμέσως κατανοητό ότι η γλώσσα του Αναγνωστάκη είναι απλή, άμεση, το ύφος «κουβεντιαστό», εκμυστηρευτικό, εξομολογητικό. Ποια είναι τα γλωσσικά μέσα των οποίων η χρήση οδηγεί σ’ αυτό το συμπέρασμα; Με ποια κριτήρια θα κάνουμε την επιλογή ενός αποσπάσματος που θα συνηγορεί στην άποψη περί εξομολογητικού, π.χ, ύφους στον Αναγνωστάκη;

Με κριτήρια τόσο περιεχομένου όσο και μορφής. Παράδειγμα για το περιεχόμενο: η βιωματικότητα που προδίδουν στίχοι όπως «φίλοι που φεύγουν», «όταν το φως λιγοστεύει τα ξημερώματα». Στη μορφή, η χρήση της παρένθεσης, που μεταφέρει πιο μύχιες σκέψεις ή συναισθήματα˙ η ερώτηση μέσα στην παρένθεση, που ανοίγει ένα διάλογο˙ ο πεζολογικός τόνος, οι «αντιποιητικές», χωρίς επιτήδευση λέξεις.
Προσπαθώντας να κάνουμε μια μικρή εξάσκηση, ας παραθέσουμε κάποιους χαρακτηρισμούς του Γιάννη Δάλλα για την ποίηση του Αναγνωστάκη σταχυολογώντας από το βιβλίο του «Μανόλης Αναγνωστάκης, ποίηση και ιδεολογία», εκδ. Κέδρος, 2007. Και αυτούς τους χαρακτηρισμούς επιχειρήστε να τους στηρίξετε μέσα από το ποίημά μας.
Σελ. 53-54: «Είναι εκ προοιμίου συναιρέτης, γιατί ξεκινά όχι από το αίσθημα ούτε απεναντίας απ’ τη νόηση. Μέθοδός του είναι μια διάμεσος: η αισθαντική περίσκεψη. Η διάμεσος αυτή τον προφυλάσσει και από τη διάχυση του αισθήματος και από τη αφαίρεση της νόησης».

Στη σελ. 55 διαβάζουμε: «Αρχικά, στις Εποχές σημειώνεται η διάθεση ενός εφήβου για επικοινωνία και για πλήρωση ζωής, για φιλία και για έρωτα, για ταξίδια και άλλα όνειρα φυγής. Στις Εποχές 2 και στις Παρενθέσεις, η διάθεση από μετεφηβική διαθεσιμότητα παίρνει τη μορφή του ποιητικού ημερολογίου μιας ανήσυχης νεότητας σε κρίσιμη εποχή (…) Και ενώ ρομαντικά η ποίησή του παρενέβαλλε ως τώρα τα μοτίβα της συμμετοχής στα δρώμενα, τώρα ενσωματώνεται σε αυτήν οργανικά και η εμπειρία της ιστορικής στιγμής. Αλλά και αυτή ενσωματώνεται ως δοκιμασία της νεότητας και ακούγεται ως μοίρα μιας ολόκληρης γενιάς».
Και παρακάτω (σελ. 81-82): «Από ομιλία εις εαυτόν η γλώσσα του γίνεται κατόπιν έμμονη συνομιλία με τα πρόσωπα της πρώτης του νεότητας. Μια υποθετική συνομιλία με τους ίδιους πάντοτε βωβούς συμπαραστάτες του κοινού ‘συντροφικού’ πεδίου δράσης».
Στηρίξτε, λοιπόν, αυτούς τους χαρακτηρισμούς από το ποίημά μας. Απαντήσεις, όπως πάντα: εδώ, στο mail, σε χαρτί στην τάξη.
Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2012
Σπίθες, σπίθες, σπίθες...
(Δείξτε κατανόηση σ’ αυτό το ιστολόγιο για τις εμμονές του. Ο Αργύρης Χιόνης μια εξ αυτών. Και ο απροσδόκητος θάνατός του την έχει κάνει εντονότερη )Τρία ποιήματα του Αργύρη Χιόνη απόψε, από τη συλλογή του
Διαβάστε τα, χαρείτε τα, και, αν θέλετε, δώστε το σχόλιό σας για τον τρόπο που ενώνουν τα ποίηματα αυτά τα νήματά τους με το ποίημα του Παυλόπουλου. Πάνω σε ποιες ιδέες, σε ποιο συγγενική αντίληψη;
"Όλο τον κόσμο πίστευε ότι γύρισε ο οδοιπόρος και, ξαφνικά, ανακαλύπτει ότι γύρω γύρω απ’ τον εαυτό του γύριζε. Γι’ αυτό αποφασίζει τον κόσμο να γυρίσει πάλι, χωρίς να κάνει λάθος ετούτη τη φορά. Βέβαια, το αποτέλεσμα είναι ίδιο, αλλά ο οδοιπόρος δεν το βάζει κάτω κι επιχειρεί, πάλι και πάλι, την ίδια επώδυνη πορεία. Αυτό είναι, άλλωστε, που τον ξεχωρίζει από τον οποιονδήποτε άλλον οδοιπόρο και που τον καθιστά αθλητή.""Σπίθες, σπίθες, σπίθες… Ελάχιστοι, οι στίχοι του, διάττοντες αστέρες που σβήνουν πριν προλάβουν να συνθέσουν φωτεινό στερέωμα."
Κι αν θέλετε, δείτε το video από το youtube, όπου ο ποιητής αναφέρεται σε θέματα που αυτό τον καιρό κουβεντιάζουμε κι εμείς στην τάξη: Η ανάγκη για ποίηση, ο ρόλος της , η λειτουργία της κι η προσφορά της στον κόσμο που ζούμε και γενικότερα.
Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2012
να χαράξω στο χαλκό πιο βαθειά, πιο βαθειά

Ακούστε το:
Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2012
Θέρμη του πάθους, μέθη της ζωής
Απ’τη συζήτηση που κάναμε στην τάξη, όσους άγγιξε η ποίηση της Μαρίας Πολυδούρη τους άγγιξε για το έντονο πάθος της, για το αμετακίνητο κέντρο της όπου φωλιάζει ο έρωτας. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτό είναι το κυριότερο χαρακτηριστικό που βλέπουν στα «τραγούδια» της όσοι ασχολήθηκαν και έγραψαν για την ποίησή της. Είκοσι χρόνια μετά το θάνατο της Μαρίας Πολυδούρη, ο Κλέων Παράσχος γράφει γι’ αυτήν μια βιβλιοκριτική που τη διαβάζουμε τώρα στο επίμετρο του βιβλίου: «Μαρία Πολυδούρη, Ζωή με παραφορά/αθηναϊκό ημερολόγιο 1921-1922, 1925» ( εκδ. Μονόκερως, Αθήνα, 2005)
Εκεί, ανάμεσα σε άλλα, γράφει για την ποιήτρια:
«(…) Πέρασαν είκοσι χρόνια από τότε που άφησε τον κόσμο τούτον η Μαρία Πολυδούρη. Λίγο πριν και λίγο μετά το θάνατό της έγινε λόγος για τα ποιήματά της, για την αρρώστια που τη θέρισε νεότατη, εικοσιπέντε μόλις χρόνων, για τη ζωή της τη γεμάτη πυρετική ανησυχία, δοκιμασία και έρωτα. (…) Έπειτα την πολυβασανισμένη ύπαρξή της και το πονεμένο της έργο τα σκέπασε η σιγή.Εκείνοι που τη γνώρισαν από κάπως κοντύτερα κι εκείνοι που γνώρισαν κάπως το έργο της, αυτοί βέβαια δεν τη λησμόνησαν. Για τη ζωή της, για το τι είδος άνθρωπος ήταν, δε θα είχα σχεδόν τίποτε να πω. Δεν έτυχε να πλησιάσω την Πολυδούρη, ούτε πριν αρρωστήσει, ούτε όταν στο «Σωτηρία» πρώτα και ύστερα σε μια κλινική της οδού Πατησίων, χάραζε με χέρι που το έκαιγε η θέρμη της αρρώστιας και η θέρμη του πάθους, τους τελευταίους της στίχους. Άκουσα όμως και διάβασα πολλά γι’ αυτήν.
Τα «πολλά» αυτά sυνοψίζονται σε ένα κύριο και ουσιαστικό. Στους έρωτές της ή μάλλον στον έρωτά της με τον Καρυωτάκη, γιατί μόνο για τον έρωτα αυτόν έχουμε ( ως τώρα) γραπτές και θετικές μαρτυρίες, του ποιητή και της Πολυδούρη. Της Πολυδούρη το ποίημα «Σ’ ένα νέο που αυτοκτόνησε», που είναι κάτι περισσότερο από καθαρή νύξη· καθαρή μαρτυρία. Και του Καρυωτάκη γράμματα προς την ποιήτρια, λίγον καιρό, λίγες ίσως μέρες πριν από την αυτοκτονία του. Κατά τα άλλα, η ζωή της Πολυδούρη μπορεί να συνοψιστεί σε δυο τρία σημαντικά – σημαντικά όταν τα δεις από έξω – γεγονότα. Η υπαλληλική της θητεία μερικά χρόνια στη Νομαρχία Αθηνών, ένα ταξίδι στο Παρίσι, τρία χρόνια πριν από το θάνατό της, και η αρρώστια, γεγονός και εσωτερικά και εξωτερικά σημαντικό. Ολάκερο το δεύτερο βιβλίο της, το Ηχώ στο χάος, όπου βρίσκονται τα πιο πονεμένα και πιο ξεχειλισμένα από ερωτικό πάθος ποιήματά της, το έγραψε στο «Σωτηρία». Είχε ακόμα δυνάμεις. Και πώς τις σπαταλούσε! Όχι μόνο ξαναμπαίνοντας ολάκερη, καθώς έγραφε τα ποιήματά της, στο καμίνι του έρωτα, αλλά και με χίλιους άλλους τρόπους. Ασφαλώς θα είχε καταλάβει, με το σίγουρο προαίσθημα μερικών αρρώστων, ότι ήτανε ανέκκλητη η καταδίκη της, και νευρικά, πυρετικά, βιαζόταν να πιει τις τελευαταίες στάλες που έμεναν γι’ αυτήν στο κύπελλο της ζωής. Αργότερα, στην κλινική «Καρυοφύλλη», είχε καταθέσει πια τα όπλα, όλες οι δυνάμεις της την είχαν εγκαταλείψει. Δε σάλευε, δε μιλούσε. Μόνον κάπου – κάπου ανοιγόκλειναν τα ωραία μεγάλα της μάτια που είχαν ακουμπήσει τόσο λαίμαργα αλλά και τόσο λίγο καιρό σε όλες τις ομορφιές της ζωής.
Η ποίηση της Πολυδούρη δεν πρέπει να κριθεί με αυστηρά καλλιτεχνικά μέτρα. Δεν είναι καρπός μιας υποταγής επίμονης, χωρίς καμιά παρέκκλιση, σχεδόν θρησκευτικής, στο νόημα της τέχνης, η μετουσίωση σε αυτοδύναμο σώμα αισθητικό της ζωικής εμπειρίας. Είναι ανάβρυσμα της στιγμής, με τα καλλιτεχνικά μέσα που δίνει η στιγμή στην ποιήτρια, του αισθήματος που την κατακλύζει. Πραγματικά, υπάρχουν πολλά γνωρίσματα του αυτοσχεδιασμού στα ποιήματα της Πολυδούρη· πεζολογίες, κοινοτοπίες, ατημελησίες, περισσολογίες. Άγρυπνη συνείδηση καλλιτεχνική δεν εποπτεύει τη δημιουργία της. Συχνά όμως στη φράση της, στη λέξη της διοχετεύει το πάθος που δονεί την ψυχή της και αυτή η ζέστα του πάθους, του γυμνού αμετουσίωτου, είναι το στοιχείο που μας θερμαίνει κι εμάς:Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου (…)
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.
Ο τελευταίος στίχος θα μπορούσε να είναι της Ντεμπόρντ Βαλμόρ, άλλης – μεγάλης – ερωτόπαθης ποιήτριας, από τέτοια πλησμονή του πάθους ξεχειλίζει. Δεν πρέπει να λησμονούμε άλλωστε ότι τους πιο παθητικούς, τους πιο φλογερούς στίχους της τους έγραψε άρρωστη η Πολυδούρη, στους στερνούς μήνες της ζωής της και ότι η θέρμη της αρρώστιας, όπως τόσο συχνά συμβαίνει, πολλαπλασιάζει τον οίστρο του πάθους. Αλλιώς αντικρύζει τ’ αγαθά της ζωής και ένα από τα πιο μεγάλα, τον έρωτα, ένας που δεν έχει κανένα λόγο να πιστεύει ότι δε θα ζήσει ακόμα, κι εκείνος που αισθάνεται ότι είναι μετρημένες οι μέρες του.
(…) Ομορφιά της ζωής, πόνος. Ανάμνηση του έρωτα, πάλι πόνος. Τους συσχετισμούς αυτούς, που γεννιούνται αυτόματα στην ψυχή τής θανάσιμα τραυματισμένης ποιήτριας, τους βλέπουμε να γεννιούνται με τον ίδιο αυτοματισμό και στην ποίησή της. (…) Τον έρωτα που δεν τον χάρηκε όσο θα το ‘θελε διαρκώς αναπολεί, νοσταλγεί, ονειρεύεται. Και ο έρωτας είναι πάντα σχεδόν ανακατεμένος με τ’ όραμα ενός νεκρού (…) Η ποίηση της Πολυδούρη σκιρτά απ’ τη λαχτάρα και από τη μέθη της ζωής. Και μόνο στο τέλος τρεκλίζει από τον πόνο».Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2012
Ωχ, Θε μου
νέοι της γηςτου γένους, μπορεί και του σύμπαντος ίσως,
οι σημαίες που σήμερα λείπουνε
πάνω απ’ τη γη υπάρχουνε μέσα σας…
( απόσπασμα από το ποίημα «Ο κόσμος στο τέλος του» , που προτάσσεται στο αυτοβιογραφικό χρονικό του Νικηφόρου Βρεττάκου «Οδύνη»( εκδ. Πόλις)
Μπαίνοντας στο «έτος Νικηφόρου Βρεττάκου», όπως έχει ανακηρυχτεί το 2012, καθώς συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη γέννησή του, θα μπορούσε κάποιος που θα ήθελε να προσεγγίσει τον ποιητή και το έργο του, να αρχίσει διαβάζοντας το αυτοβιογραφικό χρονικό του «Οδύνη».
Η «Οδύνη» μπορεί να κυκλοφόρησε το 1969 στην Αμερική, αλλά στην Ελλάδα έμενε ανέκδοτο μέχρι το θάνατό του Νικηφόρου Βρεττάκου.
Ευτυχώς, ο γιος του, ο σκηνοθέτης Κώστας Βρεττάκος, αναλαμβάνει να το επιμεληθεί και να το εκδώσει το 1995 κάνοντας έναν πολύ κατατοπιστικό αλλά και τρυφερό πρόλογο.

Ας κλέψουμε λίγες στιγμές αυτού του προλόγου, που προδίδουν τη σχέση του Βρεττάκου με τη φύση και τη σιωπή.
« Στο βάθος της συνείδησής του ήταν βαθιά ριζωμένη η νοοτροπία του αγρότη. Μια φυσική έφεση την οποία αναγκάστηκε να αποχωριστεί, όταν βρέθηκε μπροστά στο δίλημμα της μεγάλης επιλογής. Όταν νιώθεις πως ό,τι έχεις να κάνεις θα το κάνεις μέσα στον κόσμο, δεν μπορείς να μένεις σ’ ένα βουνό, όσο κι αν αυτό σε συνδέει με την ειρήνη, με την ομορφιά και τον ουρανό. Η απόφασή του όμως αυτή να ζήσει στην πόλη, δεν άλλαξε εκείνον τον εσωτερικό ρυθμό που μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά στο ανθρώπινο κύτταρο, και ορίζει το βάθος του βλέμματος και τη διαύγεια της σιωπής.
Ο Νικηφόρος πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του μέσα σε μια επίμονη σιωπή, τόσο έντονη, που πολλές φορές, όταν σιωπούσες μαζί του, ένιωθες πως μπορούσε να σου τρυπήσει τα τύμπανα. Το αδιαπέραστο βλέμμα του, το σχεδόν γλυπτό, σκαμμένο από τις ρυτίδες, πρόσωπό του, μου θύμιζε τους στίχους ενός άλλου ποιητή, του Τσεζάρε παβέζε, όταν αναφερόταν στους αγρότες προγόνους του: «Η σιωπή ήταν η αρετή μας».
Δεν είναι τυχαίο ότι τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του, τα πέρασε κατά το μεγαλύτερό τους διάστημα, στο ερημικό χτήμα του πατέρα του και κάτω από συνθήκες που μοιάζαν πολύ με εκείνες των παιδικών του χρόνων. Ζωή ερημίτη, που υποθέτω ότι αποτελούσε φυσική άμυνα απέναντι στην ενόχληση που του προκαλούσε η αδιάκριτη και χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο ανθρώπινη συναναστροφή.
(…) Τους κύκλους της σιωπής του ο Νικηφόρος τους έκλεινε συνήθως μ’ ένα βροντώδη αναστεναγμό που συνοδευόταν από το επιφώνημα, «Ωχ, Θε μου». Έμοιαζε με τη βαθιά εκπνοή του κολυμβητή τη στιγμή που αναδύεται από το βυθό, και νιώθει τα πνευμόνια του να ξεριζώνονται στην προσπάθεια να διώξει τον μολυσμένο αέρα. Αυτή την παρατήρηση την κάνω τώρα, εκ των υστέρων, όταν πιάνω τον εαυτό μου να εκβάλλει το ίδιο επιφώνημα, συνοδευμένο από τον ίδιο βαθύ αναστεναγμό χωρίς να υπάρχει φαινομενικά κανένας ειδικός λόγος ή το παραμικρό ίχνος οδύνης.»
Το αυτοβιογραφικό αυτό χρονικό του Νικηφόρου Βρετττάκου καλύπτει τα πρώτα πενήντα χρόνια της ζωής του, μέχρι το 1961, δηλαδή. Ένα κείμενο γλυκά και απλά εξομολογητικό, απ’ όπου αναδύεται με αδρές γραμμές το πορτρέτο του λάκωνα ποιητή, αλλά κυρίως του ανθρώπου Βρεττάκου.
Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2012
Η ιδιότυπη μελαγχολία του Κ. Π. Καβάφη
Στο εισαγωγικό μάθημα για τον Καβάφη, διαβάστηκαν αρκετά ποιήματα στην τάξη, προκειμένου να γίνει μια πρώτη προσέγγιση στην ποιητική του γραφή και να εντοπιστούν κάποια χαρακτηριστικά της μορφής και του περιεχομένου τής ποίησής του. Διαβάστηκαν τα ποιήματα «Κεριά», «Ένας γέρος», «Πολύ σπανίως», «Ιθάκη», «Πόλις», «Οι ψυχές των γερόντων», «Θερμοπύλες», «Τείχη».Στη συζήτηση που ακολούθησε, κι αφού διαπιστώθηκε ότι στους περισσότερους άρεσαν και μάλιστα αρκετά τα δείγματα που ακούστηκαν, η Φωτεινή παρατήρησε πως στα ποιήματα τονίζεται η θλιβερή, η μελαγχολική πλευρά της ζωής, προβάλλονται τα σβηστά κι όχι τα αναμμένα της κεράκια.
Και αμέσως προκάλεσε την απορία: αν είναι έτσι ( κι εγώ νομίζω πως ναι, είναι έτσι), τι είναι αυτό στην ποίηση του Καβάφη που συγκινεί ένα σημερινό νέο, αφού αυτή η μελαγχολική ματιά της ζωής μάλλον βρίσκεται ακόμα μακριά από το βιωματικό του πεδίο;

Απλουστευτικό, μπορεί, το ερώτημα, αλλά μας βοηθάει να προσεγγίσουμε την ιδιότυπη αυτή μελαγχολία του Καβάφη, αυτή που πιθανώς δεν ορίζει κάποιο αδιέξοδο, αλλά συζητάει στοχαστικά με την ανθρώπινη ύπαρξη. Ας δούμε πώς τοποθετείται στο θέμα αυτό ο Νικήτας Παρίσης στο βιβλίο του «Κ. Π. Καβάφης, σχόλια σε ποιητικά κείμενα» (εκδ. Μεταίχμιο, 2003, σελ. 24-5):
« Ο Καβάφης δεν είναι ο ποιητής της λυρικής αιθρίας και της ρητορικής έξαρσης· ούτε ο ποιητής που προκαλεί την εύκολη συναισθηματική διέγερση ή και διάχυση. Η ποίησή του δε δονεί τις εύκρουστες και τις πάνω χορδές της ψυχής. Δε σκορπίζει τον αναγνώστη ούτε τον κάνει να πάλλεται αστόχαστα και απερίσκεπτα. Τον συγκρατεί σε μια προκαθορισμένη και σταδιακά ανελισσόμενη ένταση στοχαστικής ευστάθειας. Δεν εισβάλλει απότομα και άμεσα στην ψυχική ενδοχώρα του αναγνώστη. Τον συνεπαίρνει σταδιακά με μια διαδικασία έντεχνα σκηνοθετημένης και αργόσυρτης ή και υπόκωφης υποβολής. Ακόμα και στα κάπως πιο γκρίζα ποιήματα, σ’ αυτά που εγγράφεται έγκλειστος, ο ηττημένος και ο δαπανημένος άνθρωπος, ο αναγνώστης δε βουλιάζει στο μαύρο χρώμα· δεν αισθάνεται να τον πνίγει ο κλοιός μιας συναισθηματικής-ψυχικής ασφυξίας. Ο ηττημένος στον Καβάφη διατηρεί μιαν αξιοπρέπεια ή ακόμα και κάποια καύχηση».
Ίσως αυτή η οπτική γωνία θέασης δίνει μιαν απάντηση στο ερώτημά μας.Όπως το λέει, άλλωστε κι ο Λίνος Πολίτης στην «Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας» του, « Μια σοβαρότητα και μια βαρυθυμία· δε θα βρούμε στον Καβάφη την εύθυμη νότα, την ευφρόσυνη πολυχρωμία . (…) Το καίριο είναι η συνειδητοποίηση της δραματικής ουσίας της ζωής, η αίσθηση της παρακμής και της ματαιότητας. Η τραγική όμως αυτή συναίσθηση δεν οδηγεί στη διάλυση και στην απιστία· το αίσθημα της αξιοπρέπειας και της υπερηφάνειας, η βαθύτερη συνείδηση του ανθρώπου, αποτελούν το αντίρροπο και θεμελιώνουν την πίστη και τη σωτηρία»
Κι αυτό είναι, Φωτεινή, ένα ακόμα στοιχείο που τον καθιστά ιδιαίτερο.
Τι λέτε;
Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2012
Τι είναι ποίηση;
( οι υπέροχες φωτογραφίες της ανάρτησης είναι της daflek)
«Βαδίζεις σε μιαν έρημο. Ακούς ένα πουλί που κελαηδάει. Όσο κι αν είναι απίθανο να εκκρεμεί ένα πουλί στην έρημο, ωστόσο εσύ είσαι υποχρεωμένος να του φτιάξεις ένα δέντρο. Αυτό είναι το ποίημα». ( Κική Δημουλά)Ίσως επειδή είναι πολύ δύσκολο να ορίσει κανείς τι είναι η ποίηση, ίσως γι’ αυτό να υπάρχουν τόσα ποιήματα που ανιχνεύουν το ρόλο της ίδιας της ποίησης, που στοχάζονται πάνω στη λειτουργία της, που αναζητούν την αλήθεια και την ουσία της.
Επιστρέφοντας από τις διακοπές των Χριστουγέννων, τη Δευτέρα, θα ξεκινήσουμε να μελετάμε αυτή την ενότητα: «Ποιήματα για την ποίηση», ποιήματα ποιητικής, δηλαδή, ποιήματα αυτοναφορικά. . Όπως λέγαμε και στην προηγούμενη ανάρτηση, φέτος στην ύλη μας ανήκουν τα ποιήματα:
τα οποία θα τα διδαχτούμε με αυτή τη σειρά.
Την προβληματική της ενότητας θα επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε σήμερα παραθέτοντας και μερικά άλλα ποιήματα για την ποίηση, που το καθένα μάλιστα, με κάποια λογική, θυμίζει και κάποιο από τα ποιήματα του βιβλίου μας. Ό,τι κάναμε και στην προηγούμενη ανάρτηση, δηλαδή,
1. Μίλτου Σαχτούρη, Ο στρατιώτης ποιητής
Δεν έχω γράψει ποιήματα
μέσα σε κρότους
μέσα σε κρότους
κύλησε η ζωή μου
την άλλη ανατρίχιαζα
μέσα στο φόβο
πέρασε η ζωή μου
Δεν έχω γράψει ποιήματα
δεν έχω γράψει ποιήματα
μόνο σταυρούς
σε μνήματα
καρφώνω
2. Κλείτου Κύρου, Η ποίηση ( απόσπασμα)
(…) Σ’ έναν κόσμο συναλλαγών η Ποίηση δε συναλλάσσεται. Σ’ έναν κόσμο φθοράς η Ποίηση παραμένει άφθαρτη Είναι μια αρρώστια που σε σιγοκαίει όπως ο έρωτας και η θέρμη Συμπτώματα: συμπεριφορά παιδιού καθαρό μυαλό και μάτι που τρυπάει σκοτάδια και καπνούς Όπου Ποίηση και αλήθεια Φάρμακο για τη μοναξιά και τους πόνους της καρδιάς Δε χρειάζεται φίλτρο Χρήση εσωτερική Και προπαντός υπόθεση προσωπική (…)
3. Κωστή Γκιμοσούλη, Ένα πετυχημένο ποίημαΝα γράψεις ένα πετυχημένο ποίημα
δεν σημαίνει απαραίτητα
πως είσαι
κάτι παραπάνω από τους άλλους.
Ούτε
άμα γράψεις ένα πετυχημένο ποίημα
σημαίνει αναγκαστικά
πως έχεις κότσια
Κότσια έχουν
οι πυροτεχνουργοί
οι εργολάβοι κηδειών
κι οι ακροβάτες.
Να γράψεις ένα πετυχημάνο ποίημα
σημαίνει μόνο αυτό:
Σφραγίζεις τέλεια ένα χαλασμένο δόντι.
Δηλαδή
κλείνεις με κάτι στερεό
τον άδειο χώρο
που είχε καταλάβει ο πόνος.
4. Κικής Δημουλά, Η αγριοφωνάρα ( απόσπασμα)
(…)
Έφευγες κάθε τόσο μην αφήνοντας
ούτε μια λέξη κάτω απ’ το χαλάκι της εξώπορτας
και με εξώθησες να κλέβω αντικλείδια
από περιφερόμενους λωποδύτες στίχους
για να μπω.
Και ποια η αναγνώριση
Γύρισα μια μέρα απ’ τη σπορά και βρήκα
στο δρόμο πεταμένη την οικοσκευή μου
και όσα είχα επί χάρτου ακουμπήσει
τα έκανες του διωγμού μου περιτύλιγμα
και αιτιολόγησή του.
Άστεγη περιφέρομαι κλειστές οι πόρτες
αγνώμονες οι επιβάτες που στερέωσα
καμώνονται ότι δεν είναι μέσα.
Μέσα είναι.
Αλλού, απ’ τους αγάπησα, δεν έχουν πού να πάνε.
Άγραφων στίχων βρίσκω μισάνοιχτη την πόρτα.
Σπρώχνω ελαφρά το τρίξιμο να μπω
κι από το βάθος βάθος μου απαντά
μια αγριοφωνάρα
πως έχουνε γραφτεί.
5. Στρατή Τσίρκα, Δώσε μου το τραγούδι
Ποίηση,
συντρόφισσα με τ’αθόρυβα πέλματα,
μέσ’ απ’ τη σκοτεινήν απόγνωση
των κόσμων σου κράζω:
Δώσε μου το Τραγούδι!
Ήλιος να πυρπολήσει τα μυαλά
των αδερφών μου
και πάνω απ’ τα μικρά τα καθημερινά
να τους υψώσει
στο νόημα του Αιώνα.
(…)
Και πάνω απ’ όλα, πάνω απ’ όλα,
Ποίηση,
δωσ’μου τη δύναμη να φωνάξω:
Τίποτα δεν τελείωσε.
Τώρα αρχινούν
πάνω στη Γη
τα πανανθρώπινα ανθεστήρια.
Και μια και δε μου φαίνεται τόσο δύσκολο να αντιστοιχίσετε το κάθε ποίημα με κάποιο απ’αυτά της ύλης μας, ας βάλουμε και μια δεύτερη ερώτηση για το κουίζ μας: Βρείτε το ορεινό χωριό από το οποίο είναι τραβηγμένες πριν λίγες μέρες οι πανέμορφες φωτογραφίες που μας αφιερώνει η daflek ( Δεν είναι και τόσο δύσκολο. Σε μια πρόσφατη ανάρτηση υπάρχει και βοήθεια :-) )
Λοιπόν, καλή επιτυχία!




























