Σάββατο 26 Μαρτίου 2011

Leer està de moda ή, αλλιώς, η τελευταία λέξη της τεχνολογίας

η ανάρτηση αφιερώνεται στον Τώνη

διάλειμμα


( μια και δεν καταφέρνω να το χωρέσω ολόκληρο

στη στήλη των αναρτήσεων, η διεύθυνση στο youtube είναι: http://www.youtube.com/watch?v=YhcPX1wVp38&feature=fvwrel )

Σάββατο 19 Μαρτίου 2011

Φρέσκα λουλουδάκια από τον κήπο της κ. Δημουλά

Η συνέντευξη της κ. Κικής Δημουλά που δόθηκε στο Γιάννη Μπασκόζο μετά τη φετινή βράβευσή της με το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας και δημοσιεύτηκε στο Βήμα, στις 20.02.11, έχει ήδη διαβαστεί και αναρτηθεί σε αρκετά μπλογκ. ( Πρόχειρα θυμάμαι την ανάρτηση του αγαπημένου 10ου Λυκείου Πειραιά)
Όμως, δεν μπορώ να μην υποκύψω στον πειρασμό. Οι συνεντεύξεις της Κ. Δημουλά διαθέτουν πλούσια κοιτάσματα σκέψης, λόγου. Συχνά, συχνότατα, σ’ αυτές αισθάνεται κανείς να έρχεται αντιμέτωπος με τους γνωστούς τρόπους της ποιήτριας. Τη διεισδυτική ματιά, τον πλάγιο φωτισμό της πραγματικότητας, τη φρεσκάδα μιας οξύτατης μεταφορικής λειτουργίας, τη διανοητική τόλμη, την ποιητική και καβαφικά μελαγχολική ματιά, το υπαρξιακό παιχνίδι.
Εδώ είναι. Απολαύστε τη και ελάτε να συζητήσουμε όποια από τις απόψεις που εκφράζονται θέλετε.
Κι ένα μικρό, εύκολο κουίζ: Ποιες απόψεις μάς θυμίζουν τα αντικλείδια, του Γ. Παυλόπουλου;
Ακόμη ένα βραβείο για την πολυβραβευμένη ακαδημαϊκό Κική Δημουλά πιθανόν να μη σημαίνει πολλά για την ίδια. Ισως όμως να σημαίνει κάτι παραπάνω για την ποίηση και τους αναγνώστες της. Πάντα μελαγχολική αλλά όχι απαισιόδοξη, σε αυτή τη συζήτηση η ποιήτρια μας ξεναγεί στη σχέση της με την ποίηση και τον κόσμο σήμερα. Χαρακτηρίζει την ποίηση «ένα άτοκο δάνειο για τους χρεοκοπημένους» και «μια ελπίδα για όσους δεν έχουν καμία ελπίδα». Αν έχει να μας δώσει μια συμβουλή, αυτή είναι ότι οι μακροχρόνιες κρίσεις μάς κάνουν ανθεκτικούς, μας δοκιμάζουν. Και συστήνει, το λιγότερο, σεβασμό προς όσους υποφέρουν περισσότερο. Τέλος, πιστεύει ότι η ποίηση μπορεί να μας κάνει πιο επινοητικούς, πιο καχύποπτους, να ξαναδούμε τις σχέσεις μας και τις ανασφαλείς εκδηλώσεις μας, να γίνουμε πιο απελπισμένα πιστοί στην αγάπη.
- Κυρία Δημουλά,βραβευθήκατε για το σύνολο του έργου σας.Είναι μια τιμή για εσάς; Επηρεάζει άραγε το έργο σας;
«Ασφαλώς είναι μια μεγάλη τιμή για μένα, αλλά συγκρατώ τον πανηγυρισμό μου με την προειδοποιητική σκέψη ότι από αυτόν που βραβεύεται ως ο καλύτερος υπάρχει σίγουρα ο καλύτερός του. Και αυτό είναι το ξόρκι μου εναντίον πάσης επάρσεως και παντός εφησυχασμού. Προσπαθώ εν τω μεταξύ να μη σκέπτομαι ότι αυτή η μεγάλη διάκριση που μου δίνει η χώρα ίσως χαράζει κλειστά πια σύνορα μεταξύ της γόνιμης περιόδου και της άγονης ίσως ετούτης υπερήλικης που διανύω. Αντίθετα, προσπαθώ να ελπίζω ότι αυτή η αναγνώριση, που απονέμεται έστω στην αγάπη μου για την ποίηση, ίσως ενθαρρύνει τις προσπάθειές μου να γράψω κάποιο ακόμη γηραιό ποίημα, μακιγιαρισμένο με τη μαγική δύναμη της αναθρώσκουσας νεότητας».
- Είστε λίγο απαισιόδοξη,αν και πιστεύω ότι οι φίλοι της ποίησής σας περιμένουν πολλά ακόμη από εσάς.Αραγε σημαίνει κάτι για την ελληνική κοινωνία αυτό το βραβείο σας;
«Για το πώς η κοινωνία προσλαμβάνει τα θέματα της τέχνης γενικά, αυτό εξαρτάται από το πόσο ζυμωμένη είναι η ψυχή της με την πίστη ότι η τέχνη, και η ποίηση εν προκειμένω, δεν πρόκειται να επιβάλει περικοπές στη φυγή που μας παρέχει. Οτι δίνει δάνειο, άτοκο μάλιστα, σε κάθε χρεοκοπημένο θάρρος. Δεν ξέρω, αλήθεια, τι ποσοστό της κοινωνίας έχει ανάγκη από αυτό το ζωτικό δάνειο. Συναντώ πάντως αρκετούς ανθρώπους, συγκινημένους και ευγνώμονες προς την ποίηση ότι τους αλλάζει τη ζωή. Και δεν δυσκολεύομαι να τους απογοητεύσω λέγοντάς τους πως, περίεργο, η δική μου η ζωή δεν αλλάζει παρά μόνο τις ώρες που κόβω εξαντλητικές βόλτες έξω από την ποίηση, μήπως και βγει».
- Δηλαδή σε αυτή την εποχή της περιρρέουσας μελαγχολίας και της προϊούσας κατάθλιψης η ποίηση έχει,τελικά,κάτι να πει εκεί έξω στον κόσμο;
«Βέβαια. Εχει να αντιπροσφέρει τη δική της κατάθλιψη, που, καθώς ανήκει σε ένα τέταρτο, ανάερο γένος ανακουφιστικής αοριστίας, ίσως προσλαμβάνεται από τον κόσμο ως λυτρωτική ομοιότητά του, κάτι σαν κοντινή θερμή συγγενής των προβλημάτων του· τέλος πάντων, σαν φευγαλέος σύμμαχος της μελαγχολίας του αλλά και εμπνευστής της γενναιότητας που απαιτεί αυτή η τάχα ηττοπαθής μελαγχολική διάθεση. Δεν είναι ηττοπαθής, είναι ερευνήτρια».
-Εχετε πει πως «η νίκη ανήκει στους ηττημένους». Είναι αυτό μια παρηγοριά προς όσους υποφέρουν από τη σημερινή κρίση,με το μνημόνιο, τις μειώσεις μισθών,την καλπάζουσα ανεργία κτλ.;
«Ναι, το έχω πει, επειδή θεωρώ ότι αποτελεί ζωτική νίκη το να αντέξεις την ήττα, χωρίς να συντριβείς πηδώντας κάτω, στην παραίτησή σου. Και μπορεί αυτό το πιστεύω μου να λειτουργήσει και ως εκγύμναση της αντοχής για παν απειλητικό απρόοπτο και για κάθε αναμενόμενη εξόντωση της βεβαιότητάς μας από το επιθετικό αβέβαιο. Οσο και αν δεν έχω πληγεί υπέρμετρα από την πραγματικότητα των περικοπών, ο σεβασμός μου μνημονεύει συχνά το κουράγιο των βαρέως πληγέντων. Αλλά ξέρω ότι αυτό περισσότερο αποτελεί μεγάλα λόγια παρά συνδρομή».
- Αν θυμάμαι καλά,έχετε πει επίσης «αρνούμαι να γίνω οδηγός έστω κι ενός ανθρώπου,όταν δεν ξέρω πού πάω». Και όμως σας ακολουθούν χιλιάδες ενθουσιασμένοι από την ποίησή σας.
«Μάλλον προσπαθώ να ανακόψω τον ενθουσιασμό των ανθρώπων που ίσως βλέπουν σε μένα έναν λυτρωτή των ανησυχιών τους. Αλλά μπορεί και να μην περιμένουν από μένα τίποτε άλλο παρά μόνο τον ελευθερωτή της δυσκολίας που έχουν να διατυπώσουν τα βάσανά τους, έτσι φυλακισμένα που μένουν σε μια άφωνη ζωή. Να τα ελευθερώσω, έστω φυλακίζοντάς τα πάλι, αλλά μέσα στην οικειότητα που νιώθουν για τη δική μου φωνή. Το προτιμούν. Αλλά ξέρω ότι δεν ζητάνε ακριβώς αλλαγή. Μια φυγή θέλουν, να φύγουν από αυτό που τους συμβαίνει και να πάνε σε αυτό που συμβαίνει σε μένα- και ας είναι ίδιο με αυτό από το οποίο θέλουν να διαφύγουν. Το ξέρουν, όπως μάλλον γνωρίζουν και το μάταιο της μετατόπισής τους, χωρίς ίσως να έχουν διαβάσει αυτούς τους προειδοποιητικούς στίχους του Καβάφη: “Ετσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ/ στην κώχη τούτη την μικρή, σ΄ όλην τη γη την χάλασες”».
- Με την επίκληση του Καβάφη με βάζετε στον πειρασμό να σας ρωτήσω τι είναι τελικά η ζωή μας; Μια παγίδα,μια απάτη ή τι άλλο;
«Τι είναι η ζωή μας; Ισως μια αποτυχούσα εκδικήτρια του θανάτου. Σίγουρα όμως είναι μια φιλόδοξη παγίδα, στην οποία δυστυχώς δεν πέφτει η αθανασία. Τι άλλο να είναι η ζωή μας; Εκτός από αυτό που μας δόθηκε προσωρινά και εκτός από το εντελώς ασυλλόγιστο ανεξήγητο, να ξεχνάμε δηλαδή ότι με σύμβαση αορίστου χρόνου μάς προσλαμβάνει η ζωή στα μάγια της, καθηλώνοντάς μας να την αγαπάμε με παράφρονα ένταση. Αλλά φαίνεται ότι κάθε μεγάλη αγάπη τη θρεπτική τροφή της την αντλεί κρεμασμένη στον άδειο μαστό της προσωρινότητας. Τι άλλο λοιπόν είναι η ζωή μας εκτός από μια ανταρσία κατά του θανάτου και τι άλλο από τη σχιζοφρενική ανυπομονησία του θανάτου να πατάξει αυτή τη ανταρσία; Ξέρω, είστε έτοιμος, κύριε Μπασκόζο, να μου φωνάξετε ότι τα είπαν άλλοι».
- Ο καθένας τα λέει με τον δικό του τρόπο και τους δίνει το δικό του βάρος. Τελικά,πιστεύετε ότι η ποίηση μπορεί να μας κάνει καλύτερους; Να γίνει,π.χ.,η φιλοσοφία της καθημερινής μας ζωής;
«Οχι βέβαια καλύτερους. Ισως λίγο πιο επινοητικούς, πιο καχύποπτους, πιο τσιμπούρια επάνω στις σχέσεις μας και πιο τσιγκούνηδες στις εκδηλώσεις μας από ανασφάλεια, και πάλι από ανασφάλεια πιο εφευρετικούς στις ποικιλίες του μίσους, και πιο απελπισμένα πιστούς στο ύστατο θείο ξεγέλασμα: την αγάπη. Αν η ποίηση είχε τη δύναμη να μας κάνει καλύτερους, θα το είχε πετύχει εδώ και αιώνες. Η επιρροή της όμως περιορίστηκε στο να εμπλουτίζει τους έμμετρους μονολόγους. Και αν μας προκαλεί κάθε τόσο μια έκσταση, αυτή είναι τόσο στιγμιαία όσο εκστατικούς μάς αφήνει για λίγο ένα μόνον άστρο που επιζεί σε ολόκληρο σκοτεινό ουρανό».
- Γιατί γράφετε; Για να ξορκίσετε ίσως τον θάνατο;
«Γιατί γράφω... Γιατί άπαξ και συνέβη θέλει να ξανασυμβεί, μετά ξανασυνέβη και ξανά και πάλι, είτε σαν προγραμματισμένο να επικρατήσει, είτε σαν εθισμός στην πιο ηδυπαθή δυνατότητά μου, ίσως και την πιο άοπλη από όλες. Γράφω γιατί δεν συνέβη να το διακόψει κάτι βασανιστικότερα αστάθμητο. Οχι, δεν ξορκίζω τον θάνατο. Προσαρτώ την αποστροφή μου γι΄ αυτόν στην αποστροφή που νιώθει γι΄ αυτόν η ποίηση, αλλά και καθετί που τιμωρήθηκε να είναι αβέβαιο, σύντομο, μηδέ του συναρπαστικού εξαιρουμένου- και ας του άξιζε διαφορετική μοίρα. Τον ξορκίζω βέβαια τον θάνατο, αλλά με την έννοια ότι γράφοντας προσπαθώ να διατηρήσω άλιωτα όσα περιγράφω, σαν να μην έχουν πεθάνει, σαν να έχουν πάει ένα μακρινό ταξίδι, στην αναλλοίωτη μορφή τους».
- Κάτι τελευταίο.Εχουν κατά καιρούς ακουστεί πολλά σχόλια για τα κρατικά βραβεία. Εχετε κάποια πα ρατήρηση για την καλυτέρευση του θεσμού;
«Δεν μπορώ να φανταστώ την καλυτέρευση του όποιου θεσμού, αφού λειτουργός του είναι ο απείθαρχος ανθρώπινος παράγοντας. Ετσι, σχετικά με τα βραβεία έχω περιοριστεί στη στασιμότητα του ερωτήματός μου. Γιατί άραγε πρέπει να ξαναβραβεύεται ένας δημιουργός- τι βλάσφημη κλεμμένη εξουσία-, αφού έλαβε το μέγιστο βραβείο από τη φύση να μπορεί να μαστορεύει αναπαυτική τη διαφορετικότητά του ώστε να κάθεται επάνω της και να ξεκουράζεται η περιπλανώμενη αγωνία της ύπαρξης; Ναι, σύμφωνοι, τα είπαν και άλλοι»
-Ζείτε μέσα στη συνάφεια των ανθρώπων,στην πολιτική,στα ψέματα,στα κουτσομπολιά,στην κρίση. Τι από αυτά σας αγγίζει,σας εμπνέει ή σας απωθεί;
«Ολα αυτά που απαριθμείτε με ωθούν να ψάξω μέσα, βάθος βάθος μου, να δω αν τα φιλοξενώ όλα αυτά ή μερικά. Να βρω αν, από πρόθυμη συγγένεια μαζί τους, τα φιλοξενώ ή από υπακοή στη φύση που μου επέβαλε να τα εμπεριέχω. Οτι τα καταπνίγω όσο γίνεται, ναι, αυτό μπορεί να λέγεται και πολιτισμός, είναι πάντως κάτι που, αν μη τι άλλο, αποτρέπει τον εμφύλιο αλληλοφαγωμό».
- Τι θα λέγατε σε αυτούς που μας κυβερνούν,σε αυτούς που εξουσιάζουν την ελληνική κοινωνία; Εχετε να τους δώσετε μια σοφή ποιητική συμβουλή;
«Σοφή συμβουλή, όχι. Ανεφάρμοστη, ναι. Γι΄ αυτό και δεν έχω καν μπει στον κόπο να την αποστηθίσω».
- Βαδίζουμε σε μια μακρόχρονη κρίση.Ελπίζετε σε κάτι;
«Μα πιστεύω ότι οι μακροχρόνιες κρίσεις δίνουν μεγάλη εξουσία στην ελπίδα. Και δεν χρειάζεται να ξέρουμε σε τι ελπίζουμε. Η αοριστία είναι που μας βοηθάει να υπομείνουμε. Αν μας έλεγαν ότι θα στενάζουμε επί πέντε ημέρες, αυτός ο προσδιορισμός θα έκανε αβίωτο και αυτό το μικρό διάστημα. Η υπομονή παίρνει κουράγιο μη γνωρίζοντας πόσα χιλιόμετρα δοκιμασίας τής μέλλονται».

Σάββατο 12 Μαρτίου 2011

Θα ‘θελα να μπορούσα να ρίξω μπενζίνα σε όλο τον ορίζοντα

Ahmad Canaan "Πρόσφυγες"
Ξένος, παντάξενος ο Γιώργος Ιωάννου στην ίδια την πόλη που γεννήθηκε αλλά και σ' όλες τις άλλες που έμεινε στη ζωή του. Τη γνωρίζει καλά την ξενιτιά, την προσφυγιά, και πολλές φορές, περισσότερο ή λιγότερο άμεσα, αναφέρεται σ' αυτή στις "εξομολογήσεις" του.
Η ψυχή πάντα δεμένη με τα χώματα της πατρίδας, "ξεχαρβαλώνεται στην ξένη πόλη".
Αφηνόμαστε στην ανάγνωση της λαχτάρας του "ξένου" για την πατρίδα, αναλογιζόμενοι τους τόσους ξένους του σήμερα, του πάντα, στον τόπο μας, παντού. Και προσπαθώντας να αποδιώξουμε απ' τ' αυτιά μας τον επιπόλαιο λόγο των ΜΜΕ, που χρωματίζουν κάθε φορά την ξενιτιά με διαφορετικό χρώμα.

Ας διαβάσουμε κάποια αποσπάσματα του Γ. Ιωάννου:

1. «Τη θυμάται [τη γιαγιά του] και τις τελευταίες μέρες στο σταθμό· τη σέρναν οι αδελφές του ξυλιασμένη, ενώ το τραίνο φιδογλιστρούσε στην πλατφόρμα. Ήταν σα θύελλα εκείνη η στιγμή, καθώς οι μετανάστες στοιβαγμένοι στα παράθυρα κραύγαζαν όλοι μαζί με απλωμένα χέρια». ( Για ένα φιλότιμο – Ο ξενιτεμένος)
2. «Φυσικά, αφότου έφτασα, σφαδάζω πάλι για το γυρισμό, χωρίς ν’ ακούω τους πεπειραμένους. Δε με πειράζει που με περιμένουν τα ίδια πράγματα εκεί. Πάντως με περιμένουν κι εκείνοι οι δρόμοι, τα χώματα κι η θάλασσα. Όταν ακούω για θάλασσα βουρκώνω, όπως όταν σπανίως μου λένε λόγο στοργικό. Ο φίλος που μου λείπει πιο πολύ είναι θαλασσινός· είναι μακριά μου». ( Για ένα φιλότιμο – Ο ξενιτεμένος)

3. Μόλις νυχτώνει αρχίζει μια άλλη διασκέδασή μου: αφήνω μια αναμμένη λάμπα θυέλλης λίγο μακριά μας, και γυρίζω κοντά της σε λίγο. Οι σκορπιοί την τριγυρνούν κιόλας σοβαροί σοβαροί, όλο φαρμάκι. Στην πατρίδα μαζεύονται έτσι το φθινόπωρο οι βαριές πεταλούδες, που το χνούδι των φτερών τους φέρνει κρυφή αρρώστια. Όταν έρθουν αρκετοί, ποτίζω ένα γύρω την άμμο με μπενζίνα και δίνω μπουρλότο. Τους κλείνω έτσι μέσα σ’ ένα πύρινο στεφάνι. Παρακολουθώ, και ομολογώ ότι αυτό μου προκαλεί βαθιά γλύκα. Εξάλλου είναι και διδακτικό να τους βλέπω να δαγκάνουν απότομα τον εαυτό τους, ν’ αυτοκτονούν, όπως λένε. Φοβάμαι τους σκορπιούς και το παράδειγμά τους· φοβάμαι τον εαυτό μου. Όταν μιλούν για δηλητήριο ξεροκαταπίνω. Θα 'θελα να μπορούσα να ρίξω μπενζίνα σε όλο τον ορίζοντα, ν’ αυτοκτονήσουν όλοι οι σκορπιοί και τα φίδια που υπάρχουν. Ίσως τότε – αν εγώ σωθώ, βέβαια – να συμφιλιωθώ με όλη αυτή την έρημο, που δεν ξέρω ποιος μου την έχει κληρονομήσει, και να παραμείνω αδιαμαρτύρητα. Μικρός οραματιζόμουν να ’χα ένα πολυβόλο στημένο στην ταράτσα μας και να θερίζω τους περαστικούς. Τότε όμως δεν ήξερα καθόλου το γιατί, απλώς με διέτρεχε καλπάζουσα πίεση. Αλλά τώρα, εγώ είμαι που νιώθω σαν σκοπευμένος από κάποια ταράτσα. Άλλαξα, φαίνεται, ρόλο, κι ούτε που το πήρα καθόλου χαμπάρι.
Τις νύχτες οι σύντροφοί μου λένε τραγούδια για την ξενιτιά και όλο εμένα επίμονα κοιτάζουν. Σάμπως εγώ να είμαι πιο ξενιτεμένος απ’ αυτούς. Μόλις τώρα προσέχω, πως όλα σχεδόν τα τραγούδια μας μιλούν για την ξενιτιά. Έχουν γίνει αγγελικοί μέσα στη συμφορά και τη στέρηση. Έχουν γίνει αγγελικοί μέσα στη συμφορά και τη στέρηση. Όλα από μένα, θαρρείς, τα περιμένουν. Ούτε μπορούν να φανταστούν τι έκαμνα και πού γυρίζει τώρα ο νους μου. Κάποιος μου ψιθύριζε ολόκληρη νύχτα για το χωριό του, το βάλτο και τ’ αηδόνια. Εμάς μας πήρε το ποτάμι, το ξεροπόταμο, μου είπε στο τέλος. ( Για ένα φιλότιμο – Ο ξενιτεμένος)

4. «Αυτοί τουλάχιστον πέθαναν στις πατρίδες τους, έγιναν ένα με το χώμα των προγόνων τους. Μα, για τα παιδιά τους, τους παππούδες μου, τι να πει κανείς, που πέθαναν ακόμα πιο νέοι και μάλιστα στην προσφυγιά; Ο ένας πέθανε γρήγορα – γρήγορα, στο δρόμο της προσφυγιάς, προτού μπορέσει να εγκαταστήσει κάπου τη φαμελιά του, από τις κακοπάθειες μα κι απ’ το μαράζι. Δεν άντεξε στον ξεριζωμό και στην κλοτσοπατινάδα της αλοσούσουμης κοινωνίας με την οποία ξαφνικά έμπλεξαν. Είχε πουλήσει όσο όσο πρόβατα, κτήματα και σπίτια στην Τουρκιά κι έφυγε οικογενειακώς για να ησυχάσουν απ’ τις καθημερινές λαχτάρες. Οι άνθρωποι του γκουβέρνου τούς πήγαν πρώτα στο Δεδέαγατς, τους έριξαν σε κάτι σιταποθήκες και τους παράτησαν. Οι ξενηστικωμένοι εκείνοι ελλαδίτες ήταν αδύνατο να φανταστούν με τι ξεπεσμένους αρχοντάδες είχαν να κάνουν. Αυτοί έβλεπαν μονάχα τα τουρκομερίτικα ρούχα και μουρμούριζαν (…) Πεθαίνοντας, θυμάμαι, τραγουδούσε σπασμένα: «Ο κυρ Βοριάς παράγγειλε σε όλα τα καράβια…». Είχαμε ανοίξει τα παράθυρα γιατί ήθελε αέρα κι έβλεπε τις άσπρες κουρτίνες που πετούσανε μες στο δωμάτιο. Όχι· αυτά τα κόκκαλα ήταν για άλλα χώματα, πιο δικά μας». ( Η μόνη κληρονομιά – Η μόνη κληρονομιά)

5. « Όταν αργότερα με πήραν αποδώ, και μ’ έστειλαν σε μια σχετικά λαμπρή πόλη, έχασα τα νερά μου, όπως ένας ασκητἠς ή ένα τσομπανόσκυλο. Νόμιζα πως είχα γίνει ισχυρός και ταχτοποιημένος μέσα στην απομόνωση, κι όμως αμέσως ξεχαρβαλώθηκα. Μέσα στην πόλη ξανακύλησα. Ύστερα ήταν φώτα και πολλές φωνές. Έχανα διαρκώς την επαφή με την ψυχή μου». ( Για ένα φιλότιμο – Φτερούγα σκοτεινή)

6. «Η ίδια απελπισία με πιάνει και για τους καλοφκιαγμένους ανθρώπους, όταν τους βλέπω νεαρούς και αμέριμνους ακόμα στα χωριά τους. Ποιος ξέρει τι παγίδες τούς έχουν στήσει κιόλας και τι ελεεινά χέρια πρόκειται να τους χαϊδέψουν, όταν θα τους φέρουν οι ανάγκες ή η πατρίδα κατά την παλιοπρωτεύουσα». ( Για ένα φιλότιμο – Λαζαρίνα)

Το θέμα της προσφυγιάς, της ξενιτιάς, της μετανάστευσης είναι έντονο όχι μόνο στα δύο διηγήματα του Ιωάννου που αποτελούν τμήμα της εξεταστέας ύλης για φέτος, αλλά και σε πολλά λογοτεχνικά έργα. Και μια και η μνήμη των συγχρόνων μοιάζει να είναι αρκετά ασθενική, θα επανερχόμαστε σ' αυτό συχνά.
Εσείς, έχετε διαβάσει κάτι σχετικό;

Τετάρτη 2 Μαρτίου 2011

"τα ρέοντα από επεισόδιο σε επεισόδιο συμβατικά πεζογραφήματα σου προκαλούσαν βαριά ανία"

Ρωτούσε η Νίνα στην τάξη γιατί ο Ιωάννου έγραφε «έτσι»,
άτακτα, δηλαδή, σε σχέση με τον κεντρικό άξονα της αφήγησης.
Είπαμε κάτι πρόχειρα για την προσπάθεια του κάθε συγγραφέα
κατάκτησης ενός προσωπικού ύφους γραφής,
ικανού να εξυπηρετεί τις επιδιώξεις που ο ίδιος έχει.
Ο Ιωάννου απολύτως συνειδητά και με μακρά προεργασία
οδηγείται στο φαινομενικά απλό αλλά ταυτόχρονα πολύ προσωπικό
και ιδιαίτερο ύφος που έχουμε αρχίσει να γνωρίζουμε.

Στο επίμετρο του τελευταίου του πεζογραφικού βιβλίου
που εκδίδει το 1984 ( Η πρωτεύουσα των προσφύγων)
περιλαμβάνει ένα εκτενές αφήγημα με τίτλο «Εις εαυτόν»,
για να γιορτάσει τα τριάντα χρόνια της παρουσίας του στα γράμματα.
Απευθύνεται σε β΄ πρόσωπο στον εαυτό του και αναφέρεται
σε όλο του το μέχρι τότε συγγραφικό έργο. Ξεχωρίζω απ’ το κείμενό του
αυτό ένα απόσπασμα όπου περιγράφεται από τον ίδιο
τόσο η έγνοια να φτάσει σε ένα προσωπικό ύφος όσο και τα ίδια
τα στοιχεία που θεωρεί ότι συναπαρτίζουν το ύφος αυτό.
« Από πολύ νεαρόν τα ρέοντα από επεισόδιο σε επεισόδιο
συμβατικά πεζογραφήματα σου προκαλούσαν βαριά ανία.
Τα θεωρείς ως το πιο ανάξιο γράψιμο που υπάρχει,
χαρακτηριστικό των συγγραφέων που βρίσκονται
από τη μέση και κάτω. Ένα πράγμα μόνο μπορεί να τα σώσει
στα μάτια σου· αν έχουν προσωπικό ύφος. Αλλά είναι τόσο εύκολο
ένας τέτοιος ευθύγραμμος συγγραφέας να έχει δυνατή προσωπικότητα;
(…) Ήθελες να βρεις μια πολύπτυχη φόρμα , που να καλύπτει
ταυτόχρονα και τη φαντασία σου και τις μνήμες σου
και την επιστημοσύνη σου και την παρατηρητικότητά σου
και τους συνειρμούς σου και την ποιητική σου και τη διάθεσή σου
για εξομολόγηση και συντριβή ενώπιον των άλλων,
αλλά και αυτούς τους άλλους ως σκηνικό, ως περιβάλλον,
ως πρόσωπα, ως ομορφιές. Ήθελες φόρμα που να διευκολύνει
τη σύζευξη των πάντων.(…) Γι’ αυτό σκεφτόσουν ένα είδος πεζού,
κάτι σαν εξομολογητικό δοκίμιο, που θα εξυπηρετούσε
την ποιητική σου, χωρίς να αναφέρεται ρητά σ’ αυτήν».
«Εκεί επάνω [στα Τρίκαλα], κατά τα μέσα του Σεπτέμβρη του 1961
έγραψες τα πρώτα πεζά σου. (…) Και ήταν από την αρχή τέλεια (…)
Έβλεπες, ένιωθες με όλους σου τους πόρους ότι
είχες βρει το δρόμο σου. Ένιωθες μια γαλήνη, μια σιγουριά,
μια συγκρατημένη μα σταθερή διάθεση να ξαναπείς τα πράγματα
με το νέο τρόπο σου, που ήταν ολότελα δικός σου.
Για πρώτη φορά ένιωθες σε τέτοιο βαθμό, αυτό που διάβαζες
να λένε οι άλλοι, ξένοι ιδίως. Το ξαλάφρωμα, τη λύτρωση,
από το γράψιμο της λογοτεχνίας. Και μπορείς να πεις ότι αυτό
το αίσθημα της γαλήνης, της σιγουριάς και της αρμονίας
δε σ’ εγκατέλειψε από τότε. Βέβαια, και από τον καιρό της ποίησης
ένιωθες εναρμονισμένος, αλλά τώρα ήταν άλλο πράγμα.
Ήταν θεραπεία ως εκ θαύματος , συμφωνία εν ριπή οφθαλμού
εκατοντάδων αντιθέσεων που σε καταξέσκιζαν.
Κάτι σαν δημόσια εξομολόγηση, όπου όμως έχεις όχι μόνο τη συγγνώμη,
αλλά και την αγάπη των άλλων, και τη μέχρι
παροξυσμού αγάπη ορισμένων. Για σένα «η αποκάλυψη του θεού»,
όπως μας την παραδίνουν οι μεγάλοι μυστικοί συγγραφείς,
ήταν το γράψιμο αυτών των πεζογραφημάτων.
(…) Ο τύπος των πεζογραφημάτων, που είχες εγκαινιάσει,
τα χωρούσε όλα, όσα είχες να πεις και όσα καινούρια ένιωθες".

Τώρα, Νίνα, ξέρουμε κάτι περισσότερο για τους λόγους
που έγραφε τα αφηγήματά του έτσι, τι λες;