Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2012

"Σώπα, δάσκαλε, ν' ακούσουμε το πουλί!"

Την Πέμπτη είχα μάθημα στις έντεκα παρά τέταρτο.

Καθώς πήγαινα, όλως πρωτοτύπως καταριόμουνα το σύστημα και τον τρόπο που μας στενεύει να διδάσκουμε τα κείμενα. Σχεδόν μην αφήνοντας περιθώριο για να απαντήσουμε «πώς σου φάνηκε το κείμενο που διάβασες;» ή «τι ένιωσες γι’ αυτό που διάβασες;» Αλλά καταριόμουνα και την παγκόσμιας πρωτοτυπίας νεοελληνική επινόηση «φροντιστήριο». Που στενεύοντας το χρόνο των παιδιών στερεί τη δυνατότητα της κατά μόνας μελέτης, εμβάθυνσης, άσκησης, τη δυνατότητα να συναντηθείς με την ουσία των πραγμάτων που μελετάς.

Καμιά φορά, μέσα στην καθημερινή πράξη, κουράζεσαι να παλεύεις, παραδίνεσαι εκ των προτέρων. Είχα ξεκινήσει λοιπόν αποφασισμένος να δολοφονήσω το Γιώργο Ιωάννου. Στις έντεκα παρά τέταρτο, στο 6ο λύκειο Καλλιθέας. Στο μάθημα.


Ευτυχώς, δεν τα κατάφερα. Αντιστάθηκε. Με το μοναδικό της τρόπο η αφήγηση του αγαπημένου συγγραφέα απλώθηκε χουχουλιάρικα στην τάξη.

Λύγισα. Έστω και για λίγο, για πέντε μόνο λεπτά, εκεί, στη ζεστασιά του Γ2, αφέθηκα και αφηγήθηκα για τον τρόπο που τον πρωτοδιάβασα, για τα συναισθήματα που μου προκαλεί, για τον τρόπο που μ’ έμαθε να διαβάζω τις πόλεις και τους ανθρώπους τους. Για τον τρόπο που μου έδειξε να ακουμπάω το βλέμμα μου στα πράγματα.

Είχαμε προλάβει κι είχαμε διαβάσει από το «Εφήβων και μη» τα φωτοτυπημένα «Μετρημένα καρύδια» και τα παιδιά, λες και κρατούσαν καθρεφτάκια στα χέρια τους, είχαν αναγνωρίσει εκεί μέσα όλα τους τα βάσανα, αλλά και την κατανόηση του Ιωάννου γι΄ αυτά.

Μετά τις εκμυστηρεύσεις, του Ιωάννου και τις δικές μου, διαβάσαμε και την Παναγία τη Ρευματοκρατόρισσα και την Ομίχλη. Έτσι. Εκτός ύλης. Για να ακούσουμε τη φωνή του και τον τρόπο του.
Αντιλήφθηκα ότι δεν είχε δολοφονηθεί ο συγγραφέας όταν, πιο αυθόρμητα και εκδηλωτικά στο ένα τμήμα, πιο συγκρατημένα στο άλλο, οι εντυπώσεις ήταν θετικές, γλυκές, ζεστές. Κι ακόμα όταν στο διάλειμμα, στη βιβλιοθήκη, η Χ. μου ζήτησε το «Εφήβων και μη». «Σου αρέσει;», ρώτησα. «Σήμερα μου άρεσε», μου είπε.

Τζάμπα οι κατάρες για το σύστημα και για τα φροντιστήρια. Για άλλη μια φορά μου αποκαλύφθηκε ότι ο λόγος της τέχνης του λόγου έχει τον τρόπο του να κερδίζει. Ακόμα κι όταν εσύ σηκώνεις τα χέρια ψηλά και δηλώνεις αδυναμία να βοηθήσεις.

Ρωτώντας στην τάξη για το στοιχείο που μας άρεσε, όλοι μίλησαν για την απλότητα, την αμεσότητα. Αναρωτηθήκαμε αν φτάνει αυτό. Καταλήξαμε ότι , δεν μπορεί, θα κλείνει αυτή η απλότητα και κάτι άλλο μέσα της. Και αφήσαμε να το βρούμε στις επόμενες παραδόσεις.

Προκαταβολικά μόνο, κάτι που αναφέρει γι’ αυτή την «απλότητα» του Ιωάννου ένας ομότεχνός του, ο Γιάννης Βαρβέρης:

«Είχε εφεύρει μια δική του λογοτεχνική φόρμα. Ήταν αυτή η φόρμα της καθημερινής κουβέντας, της αμφίστομης εξομολόγησης, του διαρκούς υπαινιγμού ανάμεσα απ’ τις λέξεις, του ασταμάτητου κλεισίματος του ματιού προς τον ειδοποιημένο αναγνώστη αλλά και η μύησή του «δίχως προπόνησι αρκετή» στα άδυτα μιας σύνθετης γραφής. Γιατί η γραφή του Ιωάννου δεν ήταν απλή. Φαινόταν απλή, όπως καθετί που δεν θέλει, δεν καταδέχεται να δείξει το μόχθο του. Η γραφή του συνδύαζε με τρόπο πολλές φορές σατανικό τα πιο ετερόκλητα πράγματα σε φραστικούς γάμους αβίαστους, αρμονικούς, καθημερινούς. Ο Ιωάννου βρισκόταν πολύ κοντά στον αναγνώστη επειδή βρισκόταν πολύ κοντά στον εαυτό του, κι αυτή ήταν η μαγεία του»
( «Αφιέρωμα στον Γιώργο Ιωάννου/Με τον ρυθμό της ψυχής, Κέδρος, 2005, σελ. 80.)


Καλό τριήμερο σε όλους

Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2012

Η Μαντώ γράφει το δικό της κείμενο για τα Αντικλείδια


Με αφορμή το ίδιο το ποίημα, πρόχειρα και χωρίς προσπάθεια να κάνει ανάλυση, η Μαντώ έγραψε ένα κείμενο για τα Αντικλείδια, του Γιώργη Παυλόπουλου.Την ευχαριστούμε πολύ που μας άφησε να το αρπάξουμε και να το περάσουμε στο ιστολόγιό μας:-) Ευτυχής η στιγμή που το ποίημα συναντάει τον αναγνώστη και φλυαρούν οι δυο τους πάνω σε ένα μαθητικό τετράδιο!


"Σαν ένας ναός, μια ανώτερη πνευματική σφαίρα, στην οποία ο άνθρωπος μη όντας κάτι άπιαστο, κάτι απόλυτο όπως μια θεϊκή μορφή, δε δύναται να εισχωρήσει. Αντίθετα, αυτών που δε συγκινούνται από την ποίηση, που αδιαφορούν να νιώσουν, να αντικρύσουν την πλάση μ’ αυτό το ακριβό, το ανεκτίμητο μέσο, η ματιά τους προσκρούει στο κουκούλι της, αφού δεν επιχειρούν να εισδύσουν σ’ αυτή, να αγγίξουν την Αλήθεια της, την πολυτιμότερη κλωστή της που υφαίνει κόσμους φανταστικούς, χιμαιρικούς.
Η ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή. Ανοιχτή γι’ αυτούς που κοιτούν αδιάφορα μέσα, αντικρύζουν το κενό και προσπερνούν βιαστικά.
Η ποίηση είναι μια πόρτα κλειστή. Κλειστή για εκείνους που γοητεύονται από τη μαγεία της και επιθυμούν διακαώς να τη διαβούν. Περνούν λοιπόν από τη ζωή δοκιμάζοντας να παραβιάσουν την ερμητικά αυτή κλειστή πόρτα, με αντικλείδια, τα ποιήματα, καταφέρνοντας τελικά έτσι να ξεκλέψουν μια ματιά στο συναρπαστικό της κόσμο μα όχι να την κατακτήσουν πλήρως.

Το ποίημα αυτό παρουσιάζει μια διαχρονική πραγματικότητα. Το κάστρο της ποίησης παραμένει από την αρχαιότητα έως σήμερα απόρθητο για τους ανθρώπους. Ένα όνειρο που τείνουν το χέρι τους για να αρπάξουν και εκεί που το αγγίζουν με τα ακροδάχτυλά τους, γεύονται σχεδόν την άυλη σάρκα του, αυτό πάντα ξεγλιστρά".
Μαντώ Μ.

Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2012

¡Viva Chile! ( εκτός ύλης)

στην Αλεξάνδρα, για την αφορμή

Ένας από τους λόγους στους οποίους χρωστάει την ύπαρξή του αυτό το blog είναι και το ότι εδώ μπορούν να βρίσκουν άσυλο οι στιγμές που στην τάξη, κάτω από την πίεση της ύλης και των εξετάσεων, δεν πρόλαβαν να υπάρξουν.
Προχτές, καθώς μοίραζα τις φωτοτυπίες για το μάθημα «Τα αντικλείδια», του Γ. Παυλόπουλου, η Αλεξάνδρα με ρώτησε « Κύριε, από πού ήταν ο Νερούδα;» Είχε στα χέρια της ένα μικρό βιβλιαράκι του Pablo Neruda και διάβαζε από τα ερωτικά του ποιήματα σε απόδοση Αγαθής Δημητρούκα.
Ξεπέρασα την έκπληξή μου και απάντησα «απ’ τη Χιλή». Και, καλώς εχόντων των πραγμάτων, σε μια άλλη τάξη, σε ένα άλλο σχολείο, σε μια άλλη εκπαιδευτική συνθήκη, το μάθημα θα ξεκινούσε από ‘κει και θα ήταν όλο για το Νερούδα και τη Χιλή. Την πολύπαθη Χιλή, την Isabel Allende, τους Inti Illimani και τις συναυλίες τους στο Λυκαβηττό, τους Quilapayun, τη Violeta Parra, το Victor Jara, το Canto General, βέβαια, του Μίκη Θεοδωράκη και τη συνάντησή του με το χιλιανό ποιητή, τον τρυφερό κινηματογραφικό Il postino, όπου ο Νερούδα συναντάει έναν αγράμματο ταχυδρόμο και τον μυεί στην ποίηση, τόσα και τόσα..

Δεν είπαμε τίποτα για όλα αυτά. Προσπαθήσαμε ανεπιτυχώς να ξεκλειδώσουμε την Ποίηση με ένα από τα αντικλείδια που μας πρόσφερε ο Παυλόπουλος και μάλιστα με τόση επιμονή που, απ’ όσο παρατήρησα, ακόμα και η Αλεξάνδρα άφησε το μικρό βιβλιαράκι στην άκρη, για να το συνεχίσει αργότερα.

Ούτε και σε μιαν ανάρτηση χωράνε πολλά. Ένα μικρό δείγμα μόνο από τα ερωτικά του Νερούδα, me gustas como callas, το οποίο δε συμπεριλαμβάνεται στο μικρό βιβλιαράκι και που μια και στο διαδίκτυο υπάρχουν κάποιες μεταφράσεις του χωρίς…πατρότητα, το μεταφράζω εδώ πρόχειρα. Έτσι, για μια πρώτη γεύση. Και μαζί και το soundtrack της ταινίας il postino (μουσική του Luis Bacalov), που το είχαμε δει και στην κινηματογραφική λέσχη του σχολείου και που για όποιον το έχασε το συστήνουμε ανεπιφύλακτα. Για τα υπόλοιπα περί Χιλής θαυμαστά, έχει ο καιρός!




Me gustas cuando callas porqué estás como ausente
y me oyes desde lejos, y mi voz no te toca
parece que los ojos se te hubieran volado
y parece que un beso te cerrara la boca

Como todas las cosas están llenas de mi alma
emerges de las cosas, llena del alma mía.
Mariposa de sueño, te pareces a mi alma
y te pareces a la palabra melancolia.

Me gustas cuando callas y estás como distante
y estás como quejándote, mariposa en arullo.
Y me oyes desde lejos, y mi voz no te alcanza:
Déja me que me calle en el silencio tuyo.

Déjame que te hable también con tu silencio
claro como una lámpara, simple como un anillo.
Eres como la noche, callada y constelada
Tu silencio es de estrella, tan lejano y sencillo.

Me gustas cuando callas porqué estás como ausente
Distante y dolorosa como si hubieras muerto.
Una palabra entonces, una sonrisa bastan

Y estoy alegre, alegre de que no es cierto.


Μ’ αρέσεις σαν σωπαίνεις, γιατί είναι σαν να λείπεις
κι από μακριά μ’ ακούς, κι η φωνή μου δε σ’ αγγίζει.
Κι είναι σαν τα μάτια σου να έχουνε πετάξει
κι είναι σαν ένα φιλί το στόμα σου να κλείνει


Όπως όλα τα πράγματα είναι γεμάτα απ’ την ψυχή μου
αναδύεσαι απ’ τα πράγματα, γεμάτη απ’ την ψυχή μου.
Πεταλούδα τ’ονείρου, ίδια η ψυχή μου
και ίδια η λέξη μελαγχολία

Μ’ αρέσεις σαν σωπαίνεις και είσαι σαν απόμακρη
κι είσαι σαν παραπονεμένη πεταλούδα που τιτιβίζει.
Κι από μακριά μ’ ακούς , κι η φωνή μου δε σε φτάνει:
Άφησέ με να σωπαίνω με τον ήχο της σιωπής σου.

Άσε με να σου μιλώ κι εγώ σαν τη σιωπή σου
που ‘ναι σα λάμπα φωτεινή, απλή σα δαχτυλίδι.
Σαν τη νύχτα είσαι εσύ, ξάστερη και σιωπηλή.
Η σιωπή σου αστρική, έτσι απλή και μακρινή.


Μ’ αρέσεις σαν σωπαίνεις γιατί είναι σαν να λείπεις.
Απόμακρη και λυπημένη, σα να’ χεις πεθάνει .
Μία σου λέξη τότε, ένα χαμόγελό σου, φτάνουν.
Κι είμαι όλος χαρά, χαρά που αυτό δεν είν’ αλήθεια.


Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2012

Για λίγη εξάσκηση




Στον Νίκο Ε…1949
Φίλοι
Που φεύγουν

Που χάνονται μια μέρα

Φωνές
Τη νύχτα

Μακρινές φωνές

Μάνας τρελής στους έρημους δρόμους

Κλάμα παιδιού χωρίς απάντηση

Ερείπια
Σαν τρυπημένες σάπιες σημαίες.



Εφιάλτες
Στα σιδερένια κρεβάτια
Όταν το φως λιγοστεύει
Τα ξημερώματα.


( Μα ποιος με πόνο θα μιλήσει για όλα αυτά; )
(Παρενθέσεις, 1949)


Όπως βλέπαμε και στην τάξη, ο χαρακτηρισμός πολλές φορές κάποιων στοιχείων ενός κειμένου μπορεί να μην είναι δύσκολος και να γίνεται και εύκολα κατανοητός. Εκείνο που καμιά φορά μας δυσκολεύει είναι η αιτιολόγηση, η στήριξη ενός χαρακτηριστικού μέσα από τον τρόπο γραφής και τα εκφραστικά μέσα.
Γίνεται, π.χ, αμέσως κατανοητό ότι η γλώσσα του Αναγνωστάκη είναι απλή, άμεση, το ύφος «κουβεντιαστό», εκμυστηρευτικό, εξομολογητικό. Ποια είναι τα γλωσσικά μέσα των οποίων η χρήση οδηγεί σ’ αυτό το συμπέρασμα; Με ποια κριτήρια θα κάνουμε την επιλογή ενός αποσπάσματος που θα συνηγορεί στην άποψη περί εξομολογητικού, π.χ, ύφους στον Αναγνωστάκη;



Με κριτήρια τόσο περιεχομένου όσο και μορφής. Παράδειγμα για το περιεχόμενο: η βιωματικότητα που προδίδουν στίχοι όπως «φίλοι που φεύγουν», «όταν το φως λιγοστεύει τα ξημερώματα». Στη μορφή, η χρήση της παρένθεσης, που μεταφέρει πιο μύχιες σκέψεις ή συναισθήματα˙ η ερώτηση μέσα στην παρένθεση, που ανοίγει ένα διάλογο˙ ο πεζολογικός τόνος, οι «αντιποιητικές», χωρίς επιτήδευση λέξεις.

Προσπαθώντας να κάνουμε μια μικρή εξάσκηση, ας παραθέσουμε κάποιους χαρακτηρισμούς του Γιάννη Δάλλα για την ποίηση του Αναγνωστάκη σταχυολογώντας από το βιβλίο του «Μανόλης Αναγνωστάκης, ποίηση και ιδεολογία», εκδ. Κέδρος, 2007. Και αυτούς τους χαρακτηρισμούς επιχειρήστε να τους στηρίξετε μέσα από το ποίημά μας.
Σελ. 53-54: «Είναι εκ προοιμίου συναιρέτης, γιατί ξεκινά όχι από το αίσθημα ούτε απεναντίας απ’ τη νόηση. Μέθοδός του είναι μια διάμεσος: η αισθαντική περίσκεψη. Η διάμεσος αυτή τον προφυλάσσει και από τη διάχυση του αισθήματος και από τη αφαίρεση της νόησης».



Στη σελ. 55 διαβάζουμε: «Αρχικά, στις Εποχές σημειώνεται η διάθεση ενός εφήβου για επικοινωνία και για πλήρωση ζωής, για φιλία και για έρωτα, για ταξίδια και άλλα όνειρα φυγής. Στις Εποχές 2 και στις Παρενθέσεις, η διάθεση από μετεφηβική διαθεσιμότητα παίρνει τη μορφή του ποιητικού ημερολογίου μιας ανήσυχης νεότητας σε κρίσιμη εποχή (…) Και ενώ ρομαντικά η ποίησή του παρενέβαλλε ως τώρα τα μοτίβα της συμμετοχής στα δρώμενα, τώρα ενσωματώνεται σε αυτήν οργανικά και η εμπειρία της ιστορικής στιγμής. Αλλά και αυτή ενσωματώνεται ως δοκιμασία της νεότητας και ακούγεται ως μοίρα μιας ολόκληρης γενιάς».
Και παρακάτω (σελ. 81-82): «Από ομιλία εις εαυτόν η γλώσσα του γίνεται κατόπιν έμμονη συνομιλία με τα πρόσωπα της πρώτης του νεότητας. Μια υποθετική συνομιλία με τους ίδιους πάντοτε βωβούς συμπαραστάτες του κοινού ‘συντροφικού’ πεδίου δράσης».

Στηρίξτε, λοιπόν, αυτούς τους χαρακτηρισμούς από το ποίημά μας. Απαντήσεις, όπως πάντα: εδώ, στο mail, σε χαρτί στην τάξη.

Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2012

Σπίθες, σπίθες, σπίθες...

(Δείξτε κατανόηση σ’ αυτό το ιστολόγιο για τις εμμονές του. Ο Αργύρης Χιόνης μια εξ αυτών. Και ο απροσδόκητος θάνατός του την έχει κάνει εντονότερη )

Τρία ποιήματα του Αργύρη Χιόνη απόψε, από τη συλλογή του

«Ο ακίνητος δρομέας» ( εκδ. Νεφέλη, 1996)

Τρία ποιήματα επιλεγμένα επειδή συνομιλούν με το ποίημα « Τα αντικλείδια», του Γιώργη Παυλόπουλου, που φέτος είναι στην εξεταστέα ύλη μας .
Διαβάστε τα, χαρείτε τα, και, αν θέλετε, δώστε το σχόλιό σας για τον τρόπο που ενώνουν τα ποίηματα αυτά τα νήματά τους με το ποίημα του Παυλόπουλου. Πάνω σε ποιες ιδέες, σε ποιο συγγενική αντίληψη;


"Ο ακοντιστής σημαδεύει την καρδιά της απεραντοσύνης, το κέντρο, δηλαδή, του μηδενός. Είναι ευνόητο, λοιπόν, να δυστυχεί κάθε που βλέπει να καρφώνεται το δόρυ του πάνω στη γη, λίγο πιο πέρα, κάποια μέτρα, από ‘κει που το εξακόντισε. Βέβαια, συνεχίζει να στοχεύει το υπερπέραν, έστω χωρίς ελπίδα, χωρίς πιθανότητα καμιά να χάσει εκεί πέρα το ακόντιό του, να σπάσει όλα τα ρεκόρ, να καταργήσει, εν κατακλείδι, το άθλημα. Είναι δυστυχής, λοιπόν, ο ακοντιστής, αλλά, ενδομύχως, και ευτυχής, καθότι ο μόνος τρόπος για να παραμείνει ακοντιστής είναι να του διαφεύγει, αενάως, το άπειρο."

"Όλο τον κόσμο πίστευε ότι γύρισε ο οδοιπόρος και, ξαφνικά, ανακαλύπτει ότι γύρω γύρω απ’ τον εαυτό του γύριζε. Γι’ αυτό αποφασίζει τον κόσμο να γυρίσει πάλι, χωρίς να κάνει λάθος ετούτη τη φορά. Βέβαια, το αποτέλεσμα είναι ίδιο, αλλά ο οδοιπόρος δεν το βάζει κάτω κι επιχειρεί, πάλι και πάλι, την ίδια επώδυνη πορεία. Αυτό είναι, άλλωστε, που τον ξεχωρίζει από τον οποιονδήποτε άλλον οδοιπόρο και που τον καθιστά αθλητή."

"Σπίθες, σπίθες, σπίθες… Ελάχιστοι, οι στίχοι του, διάττοντες αστέρες που σβήνουν πριν προλάβουν να συνθέσουν φωτεινό στερέωμα."

Κι αν θέλετε, δείτε το video από το youtube, όπου ο ποιητής αναφέρεται σε θέματα που αυτό τον καιρό κουβεντιάζουμε κι εμείς στην τάξη: Η ανάγκη για ποίηση, ο ρόλος της , η λειτουργία της κι η προσφορά της στον κόσμο που ζούμε και γενικότερα.