Στο τελευταίο, προ απεργίας, μάθημα κάναμε κουβέντα στην τάξη για τη δοκιμασία του Κρητικού και τη σημασία της. Μ' αυτή την αφορμή, ας φλυαρήσουμε λίγο, ξεφεύγοντας από το άγχος της εξεταστέας ύλης:
Στο ντοστογιεφσκικής, θα λέγαμε, γραφής έργο του νορβηγού 
Κνουτ Χάμσουν «Η πείνα» (1890), παρακολουθούμε έναν ήρωα μονήρη, που, παρά τις αντιξοότητες που του παρουσιάζονται, επιμένει να προσπαθεί να ικανοποιεί τις βασικές βιοτικές του ανάγκες με ό,τι κερδίζει από το γράψιμο.
Πλην, ματαίως. Η πείνα γίνεται για μέρες, βδομάδες, μήνες μόνιμη σύντροφός του και μαζί μ’ αυτή η έλλειψη στέγης, η μοναξιά, η περιθωριοποίηση, η εξαθλίωση.
Μπορεί το κέντρο του έργου να είναι ακριβώς αυτό, όπως αναφέρεται στην εισαγωγή της έκδοσης ( Ζήτρος, 1997): « [« Η πείνα»] είναι άλλη μια περιγραφή της μοναξιάς και της εξαθλίωσης του ανθρώπου που κάνει το «λάθος» να επιδίδεται σε πνευματικές και δημιουργικές δραστηριότητες, σε ένα σιβαριτικό κόσμο αναζήτησης υλικών απολαύσεων». Δεν ξέρω. Ωστόσο, ενδιαφέρων άξονας του έργου είναι η συντελούμενη αλληλεξάρτηση του σωματικού/ υλικού παράγοντα και του ηθικού: καθώς προχωράνε οι δυσκολίες του ήρωα, δοκιμάζονται ολοένα και περισσότερο οι αρχές με τις οποίες πορεύεται στη ζωή. Οι αρχικά άκαμπτες αξίες του φαίνεται να μην αντέχουν. Κι ο αγώνας που κάνει για να τις κρατήσει και να κρατηθεί απ’ αυτές όσο πάει και φλερτάρει με την ήττα.
Δείτε στο έργο 2-3 σκαλοπάτια τα οποία ο ήρωας καταδικάζεται να κατεβεί εξαιτίας της σωματικής του εξαθλίωσης και ανάγκης:
1) Ενώ μέχρι τη σελίδα 133 ο ήρωας έχει καταφέρει κατά κάποιον τρόπο να διατηρήσει την εσωτερική του αξιοπρέπεια παρά τα διογκούμενα προβλήματά του, τώρα τον βλέπουμε για πρώτη φορά να χλευάζει την τιμιότητά του και να θεωρεί πως πια « είναι έτοιμος για όλα». Θεωρητικά τουλάχιστον: « Δεν ήταν πάλι αιτία ο διάβολος, ο φλογισμένος, ζωντανός και αιώνιος διάβολος, που οι ταλαιπωρίες μου δεν έπαιρναν τέλος; Με μεγάλα θυμωμένα βήματα, με τον γιακά του σακακιού μου σηκωμένο, με τα χέρια σφιγμένα σε γροθιές μέσα στις τσέπες του παντελονιού μου, προχωρούσα, βρίζοντας την κακή μου τύχη, σε ολόκληρη τη διαδρομή. Ούτε μια ώρα δίχως πρόβλημα, εδώ και επτά-οκτώ μήνες, ούτε η απαραίτητη τροφή για μια εβδομάδα, πριν η μιζέρια με γονατίσει ξανά. Κι επιπλέον, παρ’ όλη αυτή την εξαθλίωσή μου, είχα παραμείνει τίμιος, απόλυτα τίμιος. Ο Θεός να με συγχωρεί, όμως τι ηλίθιος που ήμουν! Κι άρχισα να σκέφτομαι τις τύψεις που είχα παλιά, όταν πήγα στο ενεχυροδανειστήριο την κουβέρτα του Χανς Πάουλι. Γέλασα σαρκαστικά, για εκείνη την ευαίσθητη τιμιότητά μου, έφτυσα καταγής περιφρονητικά, και δεν έβρισκα λόγια για να κοροϊδέψω τη βλακεία μου. Α, αν αυτό γινόταν τώρα! Αν αυτήν εδώ τη στιγμή βρω στον δρόμο μου τον κουμπαρά ενός μαθητή, το μοναδικό όρε μιας φτωχής χήρας, θα τα μαζέψω και θα τα χώσω στην τσέπη μου αδίστακτα, και θα κοιμηθώ πάνω τους ξένοιαστος, όλη τη νύχτα. Δεν είχα περάσει αλώβητος από τόσες απίστευτες δυσκολίες, η υπομονή μου είχε εξαντληθεί, ήμουν έτοιμος για όλα».

2) Στη σελίδα 142 η θεωρία γίνεται πράξη και η αξιοπρέπεια παρελθόν:
« Εκείνη μαζεύει τα ψώνια της, πληρώνει, δίνοντας ένα χαρτονόμισμα των πέντε κορώνων, παίρνει τα ρέστα και φεύγει.
Τώρα είμαστε μόνοι, ο βοηθός κι εγώ.
Μου λέει:
- Α, ναι, λοιπόν, ένα κερί. Σκίζει το περιτύλιγμα ενός πακέτου με κεριά, και μου δίνει ένα.
Με κοιτάζει, τον κοιτάζω, η φράση είναι στα χείλη μου, αλλά δεν καταφέρνω να του την πω.
- Μα βέβαια, λέει ξαφνικά, έχετε πληρώσει.
Λέει απλά ότι έχω πληρώσει˙ άκουσα κάθε λέξη. Κι αρχίζει να βγάζει απ’ το ταμείο ασημένια νομίσματα και να τα μετράει, κορώνα-κορώνα, νομίσματα αστραφτερά, χοντρά…μου δίνει τα ρέστα από πέντε κορώνες, από πέντε κορώνες, από τις πέντε κορώνες της γυναίκας.
- Παρακαλώ! Λέει.
Μένω για λίγο κοιτάζοντας εκείνα τα χρήματα: έχω την εντύπωση ότι κάτι δεν πάει καλά, δεν σκέφτομαι τίποτα, δεν συλλογίζομαι καθόλου, απλά πέφτω σε κατάσταση έκστασης, μπροστά σ’ εκείνο το θησαυρό που λάμπει πάνω στον πάγκο. Μαζεύω μηχανικά τα κέρματα.
Μένω για λίγο έτσι, αποβλακωμένος από την έκπληξη, ενοχλημένος, εκμηδενισμένος˙».
3) Και στη σελίδα 144, την ίδια ώρα που απολαμβάνει τα ‘κλοπιμαία’, αυτή η απώλεια της αξιοπρέπειας θα αρχίσει να καλύπτεται από ένα μανδύα θεωριών και ωραιοποιήσεων, τέτοιου που όλες οι ατιμίες έχουν ανάγκη, για να « δικαιολογούνται» και να συνεχίζουν να υπάρχουν: « Η πρώτη γνήσια ατιμία μου είχε διαπραχτεί, η πρώτη μου κλοπή, ύστερα από την οποία όλα τα προηγούμενα παραπτώματά μου δεν μετρούσαν πια˙ η πρώτη μου μικρή…μεγάλη πτώση…Αρκετά! Δεν έπρεπε να ξαναρχίσω τα ίδια. Εξ άλλου είχα τη δυνατότητα με τον βοηθό του παντοπώλη αργότερα,όταν θα εύρισκα την κατάλληλη ευκαιρία.Δεν ήμουν υποχρεωμένος να συνεχίσω με αυτόν τον τρόπο˙ έτσι κι αλλιώς, δεν ήμουν αρκετά δυνατός για να ζήσω πιο τίμια από τους άλλους ανθρώπους, δεν υπήρχε τρόπος…»
Να είναι, άραγε, κανόνας αυτή η συμπόρευση της εξαθλίωσης και της ηθικής εξαχρείωσης;
Τι λέτε;
Και τώρα το κουίζ για τους υποψηφίους (!): Σε ποιο κείμενο του βιβλίου της λογοτεχνίας κατεύθυνσης μπορεί κανείς να παρακολουθήσει το ίδιο θέμα; [βοήθεια: το κείμενο δεν περιλαμβάνεται στην ύλη μας φέτος]