" Όπου ο συγγραφέας
φωτογραφίζει φαντάσματα.
Στη σελίδα 5 της Βραδύτητας του Μίλαν Κούντερα βλέπουμε την Ιμμακουλάτα να πηδάει στο νερό: « Όταν ρίχνονται στο νερό άνθρωποι με μαγιό, αυτό που φαίνεται σ’ αυτή τη χειρονομία είναι η χαρά.» Η εικόνα αυτή – άνθρωποι να βουτάνε στο νερό – μπορεί να ανακαλέσει από μέσα μας μιαν εντύπωση που είχαμε καταγράψει, συνειδητά ή ασυνείδητα, και που ποτέ δεν την είχαμε κάνει αποκρυσταλλωμένη σκέψη, δεν την είχαμε με καθαρότητα εκφράσει. Μιαν εντύπωση που υπήρχε κατά κάποιο τρόπο ασχημάτιστη, απροσδιόριστη μέσα μας – κάπως σα φάντασμα – και που τώρα ο συγγραφέας μας την προσφέρει ολοζώντανη και ξεκάθαρη, όπως τη συνέλαβε ο δικός του φακός.
Ας πούμε: Έχεις περάσει ποτέ νυχοπερπατώντας δίπλα από κάποιον δικό σου άνθρωπο που κοιμάται και που δε θέλεις να σ’ ακούσει να μπαίνεις στο χώρο που κοιμάται; Πρόσεξε: Δεν έχει κάτι περίεργο, κάτι μαγικά περίεργο εκείνη η στιγμή; Ταυτόχρονα συμβαίνουν δυο αντιφατικά πράγματα: 1) Είσαι ‘μακριά’ του, προσπαθείς να είσαι μακριά του, να μην υπάρχεις γι’ αυτόν – αφού δε θέλεις να σ’αντιληφθεί. 2) ‘Έρχεσαι’ πολύ κοντά του – ίσως από το φόβο και την προσοχή σου που είναι στραμμένη πάνω του, μήπως και ξυπνήσει, ίσως κι απ’ την αδιόρατη μαγεία – πώς αλλιώς να στο πω; - που εκπέμπει πάνω μας ένας άνθρωπος που κοιμάται.
Αυτή την αδιόρατη μαγεία, τη δημιουργό κάποιας επίσης αδιόρατης, διάχυτης, ασαφούς αίσθησης βλέπουμε να δηλώνει μ’ ένα τρόπο κάπως συγκεκριμένο αλλά και κάπως υπερβατικό η Αλιέντε, όταν
« Για πρώτη φορά τόλμησα ν’ ανοίξω την κλειστή πόρτα της κρεβατοκάμαρας του παππού. Το φως του δρόμου γλιστρούσε μέσα από τις χαραμάδες των παντζουριών και τα μάτια μου είχαν πια συνηθίσει στο σκοτάδι· είδα την ακίνητη σιλουέτα του και την αυστηρή κατατομή του, είχε γυρισμένη την πλάτη του μέσα στα σεντόνια, άκαμπτος κι ακίνητος σαν πτώμα μέσα σ’ εκείνο το δωμάτιο με τα πένθιμα έπιπλα, όπου το ψηλό ρολόι έδειχνε τρεις το πρωί. Ακριβώς έτσι τον είδα τριάντα χρόνια αργότερα, όταν εμφανίστηκε σ’ ένα όνειρο για να μου αποκαλύψει το τέλος του πρώτου μου μυθιστορήματος. Διέσχισα σιωπηλά το δωμάτιο μέχρι το γραφείο του, περνώντας τόσο κοντά από το κρεβάτι του ώστε μπόρεσα να νιώσω τη μοναξιά της χηρείας του κι άνοιξα ένα από τα συρτάρια, τρομαγμένη μήπως ξυπνήσει και με πιάσει να κλέβω».
(Ιζαμπέλ Αλλιέντε, «Πάουλα», σελ. 84 – 85, εκδ. Ωκεανίδα 1995 )
Ένιωσε τη μοναξιά της χηρείας του παππού! Ποια έκτη αίσθηση μπορεί να μας κάνει να νιώσουμε κάτι τέτοιο; Και πες μου: Όσο κι αν σου φαίνεται υπερβατικά, παράλογα ίσως, διατυπωμένο, δεν μπόρεσε άραγε να σε κάνει να ανακαλέσεις αυτή την αίσθηση που σου έχει δημιουργηθεί όταν περπατώντας στα δάχτυλα περνάς δίπλα από κάποιον δικό σου άνθρωπο που κοιμάται;
Ας κρατήσουμε λίγο ακόμα τη νύχτα και την προσοχή μας να μην ξυπνήσουμε τους αρρώστους στο θάλαμο του τρίτου ορόφου του νοσοκομείου όπου αργά και νυχοπατώντας μπαίνει ο ήρωας του Ν. Χουλιαρά:
« Μετά από μια ώρα μ’ ανέβασαν στον τρίτο όροφο, σε θάλαμο κανονικό με δυο κρεβάτια, γιατί, όπως είπε ο γιατρός, αυτή η υπερκοιλιακή μαρμαρυγή που με ταλαιπωρούσε τόσες ώρες, δεν έλεγε ακόμη να αναταχθεί.
Ο θάλαμος εκείνος φωτιζόταν ελάχιστα κι απέπνεε ένα κλίμα αποξένωσης, θερμότητας και σιωπής: εκείνης της απόλυτης σιωπής που διαστέλλει απίστευτα το χρόνο των αρρώστων».
( «Στο σπίτι του εχθρού μου», σελ. 130 )
Διάβασε προσεκτικά την τελευταία σειρά του αποσπάσματος. Αν ποτέ έχεις καθήσει νύχτα σε θάλαμο νοσοκομείου, αυτή την εντύπωση, αυτή την αίσθηση της σιωπής ‘που διαστέλλει απίστευτα το χρόνο των αρρώστων’ την έχεις αισθανθεί. Αναγνωρίζεις τότε πολύ καλά αυτό που γράφει ο συγγραφέας· είναι μια αίσθηση που υπήρχε διάχυτη και ανεπαίσθητη μέσα σου. Κι είναι αυτή η αναγνώριση που σε τέρπει, η αναγνώριση του οικείου, όπως τότε που ήσουν μωρό, που έσκαγες ένα χαμόγελο διάπλατο τη στιγμή που αναγνώριζες το πρόσωπο του μπαμπά ή της μαμάς, όταν, ανάμεσα σε άλλους, αυτοί σε πλησίαζαν.
Αλλά κι αν ακόμα δεν έτυχε να βρεθείς σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον, νύχτα σε θάλαμο νοσοκομείου, πάντως σίγουρα έχεις αγναντέψει τη θάλασσα ή έχεις καθήσει μπροστά σε αναμμένη φωτιά, όπως ο Σαντιάγο του Αλχημιστή:
« Ο Σαντιάγο μάντευε τι ήθελε να πει ο καμηλιέρης, παρ’ όλο που ο ίδιος δεν είχε ξαναπατήσει το πόδι του στην έρημο. Όμως σ’ όλη του τη ζωή, όποτε αντίκρυζε τη θάλασσα ή κοίταζε μια φωτιά, έμενε σιωπηλός, εντυπωσιασμένος από τη στοιχειακή τους δύναμη».
( Πάολο Κοέλο, Ο Αλχημιστής, σελ. 83 – 84, εκδ. Γνώση, 1995 )
Κι αν δεν αναρωτήθηκες ποτέ γιατί κάθεσαι μαγεμένος και χαζεύεις τη θάλασσα ή τη φωτιά, τουλάχιστον θα έχεις παρατηρήσει τον εαυτό σου να κάθεται στιγμές ή και ώρες σιωπηλός μπροστά τους. Κι έτσι, καθώς διαβάζεις το απόσπασμα, σου έρχεται αυθόρμητα να συμφωνήσεις – «κι εγώ κι εγώ!» – με τον Σαντιάγο, ο οποίος μάλιστα μπορεί και να σε συμπληρώνει δίνοντας μιαν αιτιολογία γι’ αυτή τη στάση, δηλώνοντας πως είναι η στοιχειακή δύναμη του νερού και της φωτιάς που μας εντυπωσιάζει και ενεργούμε έτσι.
Πράγματα δηλαδή, γεγονότα ή εικόνες της ζωής, αντιδράσεις ή συμπεριφορές ή στάσεις των ανθρώπων, στιγμές που έχουν περάσει κάπως στο υποσυνείδητο, που έχουν μείνει στο περιθώριο της αντίληψής μας, που δεν τα έχουμε ‘συλλάβει’ ούτε και επεξεργαστεί ορθολογικά, πολλές φορές ο συγγραφέας τα συλλαμβάνει, διώχνει από πάνω τους τη σκόνη της ασάφειας και μας τα παρουσιάζει διαυγέστατα. Λέγοντάς το με υπερβολή, είναι σαν κάποιος να μπορεί να φωτογραφίζει λόγια, σκέψεις, συναισθήματα, που κι εμείς είπαμε κι ακούσαμε, κάναμε και νιώσαμε κάποτε. Και καθώς τα βλέπουμε, τα ανακαλούμε στη μνήμη μας και τα χαιρόμαστε, όπως χαιρόμαστε τις φωτογραφίες από την εκδρομή του καλοκαιριού που έχουν αιχμαλωτίσει συγκεκριμένα στιγμιότυπα και που, αν δεν το είχαν κάνει, πιθανώς να τα είχαμε ξεχάσει.
Θυμάσαι τη Σιέρβα Μαρία του «Περί έρωτος και άλλων δαιμονίων», πιστεύω. Το μοναστήρι, λοιπόν, όπου είναι κλεισμένη έχει επισκεφτεί από τη σελίδα 132 ο Δελάουρα, απεσταλμένος του επισκόπου, και εδώ και 2-3 σελίδες τσακώνεται με την ηγουμένη. Κι όταν η ηγουμένη θα του πετάξει πικρόχολα το καρφί της, αυτός θα την αντιμετωπίσει με ψυχραιμία, γνώση και κατανόηση:
« ‘Δε χρειάζεται να μου το θυμίζετε’, είπε η ηγουμένη λίγο σαρκαστικά. ‘Ξέρουμε πια πως εσείς είστε οι ιδιοκτήτες του Θεού’.
Ο Δελάουρα της χάρισε την ευχαρίστηση της τελευταίας λέξης».
(Γκ. Γκαρσία Μάρκες, Περί έρωτος και άλλων δαιμονίων»σελ. 137 )
Της χάρισε την ευχαρίστηση της τελευταίας λέξης! Μα ναι! Πόσες φορές τσακωθήκαμε κι όταν ξεστομίσαμε το μεγάλο λόγο κλείσαμε χτυπώντας την πόρτα! Πόσες φορές θελήσαμε να είμαστε εμείς αυτοί που θα είχαμε τον τελευταίο λόγο! Αλλά και πόσες φορές το έχουμε δει αυτό σε καβγάδες άλλων! Ναι, λοιπόν, αυτό είναι: Υπάρχει η ευχαρίστηση, η ανάγκη να ‘μιλήσουμε τελευταίοι’. Δεν το είχες, ίσως, ποτέ σκεφτεί, το είχες όμως αντιληφθεί πολλές φορές. Και να που ο αφηγητής του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες το συλλαμβάνει και στο δίνει.
Όπως συλλαμβάνει, λίγες σελίδες πιο μπροστά, ολόκληρη την κατάσταση στην οποία βρισκόταν το μοναστήρι κάποια νύχτα που κάτω από την επιφανειακή ησυχία υπάρχει μια συγκρατημένη αναστάτωση:
« Η απαγόρευση της κυκλοφορίας για τις καλόγριες ίσχυε από την ώρα που έψελναν τον εσπερινό στις εφτά το βράδυ μέχρι την πρώτη ώρα στη λειτουργία στις έξι το πρωί. Τα φώτα έσβηναν και απέμεναν μόνο αυτά στα λίγα εξουσιοδοτημένα κελιά. Ωστόσο, ποτέ δεν ήταν τόσο αναστατωμένη κι ελεύθερη η ζωή στο μοναστήρι, όπως τότε. Υπήρχε μία διαρκής μετακίνηση σκιών στους διαδρόμους, μισοκομμένα μουρμουρητά και απότομα σταματημένες τρεχάλες».
( σελ. 118 )
« Παρ’ όλ’ αυτά η πελατεία δεν του λείπει. Είναι εκεί πολλά παιδιά, μα και μεγάλοι, που δοκιμάζουνε την τύχη τους εδώ και ώρα. Τaïζουν το μηχάνημα, συνέχεια, με πενηντάρικα χωρίς να τους προκύπτει το επιθυμητό κουκλάκι, γι’ αυτό κι εκφράζουνε συχνά, την ατυχία τους με κείνη τη γνωστή κίνηση της αγανάκτησης που απευθύνεται, συνήθως, με υψωμένο το κεφάλι, προς τον ουρανό.
( « Στο σπίτι του εχθρού μου», σελ. 217 – 218 )
Υποθέτω πως διαβάζοντας τις δύο τελευταίες σειρές του αποσπάσματος μπήκες στην εξής διαδικασία: 1) Αναπαράστησες την κίνηση, 2) την αναγνώρισες και 3) χαμογέλασες. Έτσι έγινε; »
Ας μη συνεχίσουμε την παράθεση των παραδειγμάτων από τις παλιές σημειώσεις. Έτσι μόνο, για να κρατιόμαστε σε φόρμα, ας πάμε στο Βιζυηνό μας ( το χαβά μας οι υποψήφιοι,ε;..) και ας προχωρήσουμε στο σημερινό μας κουίζ: Πού συναντήσαμε, ας πούμε στη σελίδα 134 του βιβλίου μας, μία τέτοια «οικεία» στιγμή, στο διήγημα του Γ. Βιζυηνού; ( Εύκολο, εύκολο, το είπαμε και στην παράδοση!)
15 σχόλια:
Συγκινητική άκρη για τη διάπλαση αυτού που όρισε ο Μονταίν ως «επαρκή αναγνώστη». Και με την ευκαιρία αντιγράφω από το Γιώργο Σεφέρη: «…Η φωτεινή φράση του Μονταίν: «Ένας επαρκής αναγνώστης θα βρει πάντα, στα γραφτά των άλλων, πράγματα που ο συγγραφέας δε θέλησε καθόλου να βάλει». Ο επαρκής αναγνώστης είναι ο ευαίσθητος αναγνώστης που δεν μπορεί να μη βάλει κάτι από τον εαυτό του στο ποίημα (ή στο πεζό προσθέτω εγώ) που διαβάζει….». Και αλλού: «Το ποίημα ρίζωσε και άπλωσε….γιατί ήτανε μια φωνή ζωντανή, ένα κορμί, μια παρουσία, ριζωμένη μέσα στους ανθρώπους….Και αυτό είναι το μόνο πράγμα που μπορεί να κάνει ο ποιητής (ή ο πεζογράφος συμπληρώνω αυθαίρετα εγώ): να μεταδώσει ορισμένες συγκινήσεις, να δημιουργήσει ορισμένα πλέγματα συγκινήσεων που ανοίγουν παράθυρα στη ζωή…»
Και ο αναγνώστης απολαμβάνει ανατροφοδοτημένη και εμπλουτισμένη με τα τίμια λογοτεχνικά μέσα τη συγκίνηση που πιθανότατα έχει ήδη νιώσει στη ζωή του αλλά που οι περιστάσεις, οι συνθήκες και οι έγνοιές του –ίσως και η συνήθεια- δεν τον άφησαν να συνειδητοποιήσει. Είναι άραγε γι’ αυτό τα κείμενα που διαβάζουμε «δρομοδείκτες» της συνείδησής μας;
Υ.Γ. 1: αντιλαμβάνεσαι –εστε βεβαίως το δανεισμένο «δρομοδείκτες»
Υ.Γ. 2: για μία ακόμη φορά με έστειλες να διαβάζω και να ψάχνω….Βέβαια το απόσπασμα που γύρευα από το Σεφέρη (κάτι για το πώς ο λογοτέχνης μεταπλάθει μία συνηθισμένη εικόνα ή μία κοινή, κοινότατη εμπειρία σε έργο και τη «φωτίζει» με ένα νέο τρόπο) δεν το βρήκα…Επιφυλάσσομαι
Υ.Γ.3: Αργείς πολύ από ανάρτηση σε ανάρτηση!!!!!
Καλημέρα
Το τελευταίο θρανίο "τα είδε όλα" σήμερα, κύριε!
Ωραία αποσπάσματα!!Αυτός ο Χουλιάρας ποιος είναι;;;;Μπορώ παρανόμως να βοηθήσω κάποιο παιδί ώστε να επιλύσει το κουιζ;;;;;;;;;Μια ευγενική προσφορά της Η.Α. στον αντιμανεσικό αγώνα!!ΧΑΧΑΧΑ!!
daflek,
(Πόσο ουσιαστικά συμπληρωματική κάθε φορά!)
Αυτό που λες: τα κείμενα μας οδηγούν στη συνείδησή μας φωτίζοντάς την, πολλές φορές. Κι εκείνη η αναγνωστική στιγμή είναι μια στιγμή αναγνωστικής κορύφωσης, αποκάλυψης.
Το απόσπασμα του Σεφέρη ας το έχεις στο νου σου. Θα ήθελα πολύ να το διάβαζα. Εμένα δε μου πάει το μυαλό πουθενά.
Όσο για τους αργούς ρυθμούς της ανάπτυξης..Ε, ναι, δίκιο έχεις. Και να μπορούσα να επικαλεστώ και την αντίστροφη δικαιολογία με την ποιότητα, θα ήταν μια καλή δικαιολογία..:-)
Πάντως, αν είναι να διαβάζω τόσο πλούσια σχόλια, να σπεύσω! Τα αγαθά κόποις κτώνται!
Καλό σαββατοκύριακο ( κόκκινη κουβέρτα και παλιά περιοδικά..)
gyristroula2,
Αν ήταν να κερδιζόταν έτσι εύκολα το στοίχημα του τελευταίου θρανίου, Γυριστρούλα, θα ήμουν πανευτυχής!
Πολλά φιλιά
Νίκο,
Τώρα που βρίσκεσαι στις βορειοδυτικές παρυφές, ευκαιρία είναι να γνωρίσεις το Νίκο Χουλιαρά και το έργο του (μουσικό, εικαστικό, λογοτεχνικό - ανθρώπινο, τελικά)Σεμνή και χαμηλή φωνή στον καλλιτεχνικό χώρο σημαίνουσα σημαίνοντα, όμως. Κάνε μια αρχή από εδώ:http://www.youtube.com/watch?v=sWNHaT2zfXk ( τυχαία σχεδόν επιλογή), πάρε και κανένα από τα μικρά του βιβλιαράκια από τον "Πλου" και καλό ταξίδι στην επικράτειά του.
( ακόμα αφοσιωμένος στον αγώνα; Δεν έχεις μάθει, παιδί μου, ότι κακό σκυλί ψόφο δεν έχει;!)
Καλό ταξίδι την Πέμπτη.
Θα τον γνωρίσω!!!ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΕΙΝΑΙ ΥΠΕΡΟΧΟ!!!!!!!Από τα αποσπάσματα του που διαβασα φαίνεται αξιοπρόσεχτος!!
Ζω ένα δράμα!!!Είμαι όλη μέρα πανεπιστήμιο και δεν προλαβαίνω πολλά πράγματα!!!!Τώρα μάλιστα που έχω βρεθεί και μακριά από την παλιά πόλη πρέπει να ψιλοξεχάσω τον Πλου μέχρι να αποκτήσω μέσο μεταφοράς και χρόνο!!Και εχώ αυτές τις εργασίες στα λατινικά που δεν μου αφήνουν ελεύθερο χρόνο!!!!!Αφήστε δράμα υπόθεση!!!
Πάντα αφοσιωμένος!!!Για ένα κούτελο ζούμε!!Και πρέπει να θυμάστε το εξής!!Μπορεί κακό σκυλί ψόφο να να μην έχει αλλά όταν το κακό σκυλί το κυνηγάει ένα άλλο πιο κακό σκυλί το απλό κακό σκυλί τύχη δεν έχει!!Άρα μην προσπαθείτε να ξεφύγετε!!!!
ΠΟΥ ΤΟ ΜΑΘΑΤΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕ;;;;;;;;;;;;;;;;;;;
ΙΣΜΗΝΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
Σε τρεις μερούλες που ανοίγει έκθεση αναδρομική του Χουλιαρά στο Μουσείο Μπενάκη είναι μια ευκαιρία να γνωρίσετε ένα μέρος της δουλειάς του.
http://www.culturenow.gr/museums/%CE%9D%CE%AF%CE%BA%CE%BF%CF%82_%CE%A7%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%B9%CE%B1%CF%81%CE%AC%CF%82-%CE%A4%CE%B1_%CF%80%CE%AF%CF%83%CF%89_%CE%B4%CF%89%CE%BC%CE%AC%CF%84%CE%B9%CE%B1_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%BD%CE%BF%CF%85:_%CE%AD%CE%BA%CE%B8%CE%B5%CF%83%CE%B7_%CF%83%CF%84%CE%BF_%CE%9C%CE%BF%CF%85%CF%83%CE%B5%CE%AF%CE%BF_%CE%9C%CF%80%CE%B5%CE%BD%CE%AC%CE%BA%CE%B7.html
Τυχεροί όσοι τον έχουμε ακούσει να τραγουδάει Νέο Κύμα, Ηπειρώτικα με μια κιθαρίτσα δίπλα στη θάλασσα, στην Αντίπαρο ή σε μια μπουάτ της Πλάκας.
το κειμενο δικο σου έτσι;;;
πόσο υπέροχη αναρτηση!!!! με έπιασα να χαμογελαω..
επι του θέματος,
αν ένα βιβλιο, κειμενο κλπ δε μου θυμίζει τον εαυτό μου στο ελάχιστο νομίζω οτί δε θα είναι καλό για μένα, δε θα μου ταιριάξει...!
Λατρεύω αλχημιστη αλλά το διάβασα μικρή και πρέπει να το βρω πάλι...
ΥΓ: είχα μια καθηγητρια χουλιαρα στη σχολη..!
ματς μουτς`!!!
Αλς,
Hand made, παιδί μου, παραδοσιακά πράματα!
Η επιβεβαίωσή σου πως "σε έπιασες να χαμογελάς" είναι ο καλύτερος έπαινος!
Να προσέχεις. Τα βιβλία είναι πονηρά: εκεί που νομίζεις πως διαβάζεις για τον εαυτό σου, αυτά στο μεταξύ σου φτιάχνουν έναν ... άλλον εαυτό!
Ποιο μπλογκ όλη μέρα, βρε; Δε βλέπεις που περιφέρεται ρακένδυτο, τελευταία, στους πέντε δρόμους, παρατημένο; Την ευσπλαχνία μου περιμένει, μπας και βρει σπιτικό ζεστό και κάνει κανένα χλιαρό μπανάκι.
Όσο για το επίθετο, είναι, νομίζω συνηθισμένο στα Γιάννενα. ( Διορθώστε με οι σχετικότεροι..)
Πολλά φιλιά
Με τέτοιο πατέρα τι περιμένατε;;;;Άστεγο θα παραμείνει!!Τσ τσ τσ τσ!!
γουααατ??
δεν εστειλα ΕΓΩ το 2ο σχολιο....
-.-
Γιάννη,
Ευχαριστούμε - δεν ήξερα για την έκθεση. Ενδιαφέρουσα θα είναι, μια και δε συναντάς κάθε μέρα αφιερώματα στον ηπειρώτη καλλιτέχνη.
Αυτή τη φορά, όμως, να συνεννοηθούμε να πάμε παρέα:-)
Δημοσίευση σχολίου