
Ακούστε το:
Δοκιμάζουμε, οι μαθητές μου κι εγώ, να "συνεχίζουμε" και ηλεκτρονικά το μάθημα που αρχίσαμε στην τάξη. Να παραθέτουμε στοιχεία συμπληρωματικά και υλικό, πραγματολογικό και ερμηνευτικό, που δεν προλάβαμε να "απλώσουμε" στην τάξη. Να σχολιάζουμε και να επιλύουμε απορίες, να συζητάμε, να φωτίζουμε σημεία των κειμένων, αλλά και ελεύθερα να διατυπώνουμε τις γνώμες μας. Και, επιτέλους, να πάμε στις εξετάσεις αγαπώντας τη λογοτεχνία! e-MAIL ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ:dmanesis@otenet.gr

Απ’τη συζήτηση που κάναμε στην τάξη, όσους άγγιξε η ποίηση της Μαρίας Πολυδούρη τους άγγιξε για το έντονο πάθος της, για το αμετακίνητο κέντρο της όπου φωλιάζει ο έρωτας. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτό είναι το κυριότερο χαρακτηριστικό που βλέπουν στα «τραγούδια» της όσοι ασχολήθηκαν και έγραψαν για την ποίησή της.
«(…) Πέρασαν είκοσι χρόνια από τότε που άφησε τον κόσμο τούτον η Μαρία Πολυδούρη. Λίγο πριν και λίγο μετά το θάνατό της έγινε λόγος για τα ποιήματά της, για την αρρώστια που τη θέρισε νεότατη, εικοσιπέντε μόλις χρόνων, για τη ζωή της τη γεμάτη πυρετική ανησυχία, δοκιμασία και έρωτα. (…) Έπειτα την πολυβασανισμένη ύπαρξή της και το πονεμένο της έργο τα σκέπασε η σιγή.Εκείνοι που τη γνώρισαν από κάπως κοντύτερα κι εκείνοι που γνώρισαν κάπως το έργο της, αυτοί βέβαια δεν τη λησμόνησαν. Για τη ζωή της, για το τι είδος άνθρωπος ήταν, δε θα είχα σχεδόν τίποτε να πω. Δεν έτυχε να πλησιάσω την Πολυδούρη, ούτε πριν αρρωστήσει, ούτε όταν στο «Σωτηρία» πρώτα και ύστερα σε μια κλινική της οδού Πατησίων, χάραζε με χέρι που το έκαιγε η θέρμη της αρρώστιας και η θέρμη του πάθους, τους τελευταίους της στίχους. Άκουσα όμως και διάβασα πολλά γι’ αυτήν.
Τα «πολλά» αυτά sυνοψίζονται σε ένα κύριο και ουσιαστικό. Στους έρωτές της ή μάλλον στον έρωτά της με τον Καρυωτάκη, γιατί μόνο για τον έρωτα αυτόν έχουμε ( ως τώρα) γραπτές και θετικές μαρτυρίες, του ποιητή και της Πολυδούρη. Της Πολυδούρη το ποίημα «Σ’ ένα νέο που αυτοκτόνησε», που είναι κάτι περισσότερο από καθαρή νύξη· καθαρή μαρτυρία. Και του Καρυωτάκη γράμματα προς την ποιήτρια, λίγον καιρό, λίγες ίσως μέρες πριν από την αυτοκτονία του. Κατά τα άλλα, η ζωή της Πολυδούρη μπορεί να συνοψιστεί σε δυο τρία σημαντικά – σημαντικά όταν τα δεις από έξω – γεγονότα. Η υπαλληλική της θητεία μερικά χρόνια στη Νομαρχία Αθηνών, ένα ταξίδι στο Παρίσι, τρία χρόνια πριν από το θάνατό της, και η αρρώστια, γεγονός και εσωτερικά και εξωτερικά σημαντικό. Ολάκερο το δεύτερο βιβλίο της, το Ηχώ στο χάος, όπου βρίσκονται τα πιο πονεμένα και πιο ξεχειλισμένα από ερωτικό πάθος ποιήματά της, το έγραψε στο «Σωτηρία». Είχε ακόμα δυνάμεις. Και πώς τις σπαταλούσε! Όχι μόνο ξαναμπαίνοντας ολάκερη, καθώς έγραφε τα ποιήματά της, στο καμίνι του έρωτα, αλλά και με χίλιους άλλους τρόπους. Ασφαλώς θα είχε καταλάβει, με το σίγουρο προαίσθημα μερικών αρρώστων, ότι ήτανε ανέκκλητη η καταδίκη της, και νευρικά, πυρετικά, βιαζόταν να πιει τις τελευαταίες στάλες που έμεναν γι’ αυτήν στο κύπελλο της ζωής. Αργότερα, στην κλινική «Καρυοφύλλη», είχε καταθέσει πια τα όπλα, όλες οι δυνάμεις της την είχαν εγκαταλείψει. Δε σάλευε, δε μιλούσε. Μόνον κάπου – κάπου ανοιγόκλειναν τα ωραία μεγάλα της μάτια που είχαν ακουμπήσει τόσο λαίμαργα αλλά και τόσο λίγο καιρό σε όλες τις ομορφιές της ζωής.
Η ποίηση της Πολυδούρη δεν πρέπει να κριθεί με αυστηρά καλλιτεχνικά μέτρα. Δεν είναι καρπός μιας υποταγής επίμονης, χωρίς καμιά παρέκκλιση, σχεδόν θρησκευτικής, στο νόημα της τέχνης, η μετουσίωση σε αυτοδύναμο σώμα αισθητικό της ζωικής εμπειρίας. Είναι ανάβρυσμα της στιγμής, με τα καλλιτεχνικά μέσα που δίνει η στιγμή στην ποιήτρια, του αισθήματος που την κατακλύζει. Πραγματικά, υπάρχουν πολλά γνωρίσματα του αυτοσχεδιασμού στα ποιήματα της Πολυδούρη· πεζολογίες, κοινοτοπίες, ατημελησίες, περισσολογίες. Άγρυπνη συνείδηση καλλιτεχνική δεν εποπτεύει τη δημιουργία της. Συχνά όμως στη φράση της, στη λέξη της διοχετεύει το πάθος που δονεί την ψυχή της και αυτή η ζέστα του πάθους, του γυμνού αμετουσίωτου, είναι το στοιχείο που μας θερμαίνει κι εμάς:
(…) Ομορφιά της ζωής, πόνος. Ανάμνηση του έρωτα, πάλι πόνος. Τους συσχετισμούς αυτούς, που γεννιούνται αυτόματα στην ψυχή τής θανάσιμα τραυματισμένης ποιήτριας, τους βλέπουμε να γεννιούνται με τον ίδιο αυτοματισμό και στην ποίησή της. (…) Τον έρωτα που δεν τον χάρηκε όσο θα το ‘θελε διαρκώς αναπολεί, νοσταλγεί, ονειρεύεται. Και ο έρωτας είναι πάντα σχεδόν ανακατεμένος με τ’ όραμα ενός νεκρού (…) Η ποίηση της Πολυδούρη σκιρτά απ’ τη λαχτάρα και από τη μέθη της ζωής. Και μόνο στο τέλος τρεκλίζει από τον πόνο».
νέοι της γης
(…) Τους κύκλους της σιωπής του ο Νικηφόρος τους έκλεινε συνήθως μ’ ένα βροντώδη αναστεναγμό που συνοδευόταν από το επιφώνημα, «Ωχ, Θε μου». Έμοιαζε με τη βαθιά εκπνοή του κολυμβητή τη στιγμή που αναδύεται από το βυθό, και νιώθει τα πνευμόνια του να ξεριζώνονται στην προσπάθεια να διώξει τον μολυσμένο αέρα. Αυτή την παρατήρηση την κάνω τώρα, εκ των υστέρων, όταν πιάνω τον εαυτό μου να εκβάλλει το ίδιο επιφώνημα, συνοδευμένο από τον ίδιο βαθύ αναστεναγμό χωρίς να υπάρχει φαινομενικά κανένας ειδικός λόγος ή το παραμικρό ίχνος οδύνης.»
Το αυτοβιογραφικό αυτό χρονικό του Νικηφόρου Βρετττάκου καλύπτει τα πρώτα πενήντα χρόνια της ζωής του, μέχρι το 1961, δηλαδή. Ένα κείμενο γλυκά και απλά εξομολογητικό, απ’ όπου αναδύεται με αδρές γραμμές το πορτρέτο του λάκωνα ποιητή, αλλά κυρίως του ανθρώπου Βρεττάκου.
Στο εισαγωγικό μάθημα για τον Καβάφη, διαβάστηκαν αρκετά ποιήματα στην τάξη, προκειμένου να γίνει μια πρώτη προσέγγιση στην ποιητική του γραφή και να εντοπιστούν κάποια χαρακτηριστικά της μορφής και του περιεχομένου τής ποίησής του. Διαβάστηκαν τα ποιήματα «Κεριά», «Ένας γέρος», «Πολύ σπανίως», «Ιθάκη», «Πόλις», «Οι ψυχές των γερόντων», «Θερμοπύλες», «Τείχη».
Ίσως αυτή η οπτική γωνία θέασης δίνει μιαν απάντηση στο ερώτημά μας.
( οι υπέροχες φωτογραφίες της ανάρτησης είναι της daflek)
«Βαδίζεις σε μιαν έρημο. Ακούς ένα πουλί που κελαηδάει. Όσο κι αν είναι απίθανο να εκκρεμεί ένα πουλί στην έρημο, ωστόσο εσύ είσαι υποχρεωμένος να του φτιάξεις ένα δέντρο. Αυτό είναι το ποίημα». ( Κική Δημουλά)
3. Κωστή Γκιμοσούλη, Ένα πετυχημένο ποίημα

