1971-2005. 35 χρόνια ποιητικής σιωπής. Μόνη παρένθεση η έκδοση του ΥΓ., το 1983, ενός βιβλίου με πυρήνες ποιημάτων, ποιητικές φράσεις, σπαράγματα,
ολιγόλεξες συνθέσεις που ο ίδιος ο Αναγνωστάκης δε θεωρεί ποιήματα:
«(…) ουσιαστικά δεν είναι ποιήματα, είναι ποιητικά αποσπάσματα, δεν είναι τωρινά πράγματα αυτά, υπήρχαν από χρόνια…έτσι, όλο το απόσταγμα της ποιητικής μου εμπειρίας. Δεν είναι ποιήματα.», λέει σε συνέντευξή του στο Μισέλ Φάις, το 1992.
Εδώ, στο ΥΓ., η σιωπή που περιβάλλει το κάθε ποιητικό απόσπασμα
γίνεται μεστός,ρέων λόγος. Οι με λιτότητα
και μέσα σε μιαν ατμόσφαιρα εξομολόγησης διατυπωμένες φράσεις
προσφέρουν λαβές στους συνειρμούς μας,
τροφοδοτούν καίρια την ευαισθησία και τη λογική,
αναζητούν τις δικές μας προεκτάσεις,
υποβάλλουν την αναμόχλευση των συναισθημάτων μας.
«Ζω μισά». Δυο λέξεις για μια ζωή λειψή, για την απώλεια,
γι’ αυτά, γι’ αυτούς που χάθηκαν, τους έρωτες, τους συντρόφους,
τα οράματα, τα ίδια τα κομμάτια της ζωής που πήγαν χαμένα.
Μια αίσθηση ματαίωσης, απώλειας, πόνου κι απογοήτευσης
περιβάλλει τα σπαράγματα του ΥΓ. «Όλα προς τι;»,
«Τη ζωή που στερήθηκαν», «Όλοι κάποτε νέοι»,
« Δεν περίμενες πια κανένα γράμμα». Φράσεις, ποιήματα πικραμένα –
που και πότε άλλωστε δεν ήσαν, για τον Αναγνωστάκη.
Πικραμένα και τόσο λίγα. Ακόμα και όταν «μιλούσε»,
όταν έγραφε, δηλαδή, ποιήματα, η παραγωγή του ίσα ίσα φτάνει
για να γεμίσει τις σελίδες ενός μικρού βιβλίου.
«Τα ποιήματα, 1941-1971», σελ. 176.
Απλά, ζεστά, χαμηλόφωνα, με τεράστια συμπύκνωση.
Πιστεύω πως ο Αναγνωστάκης ισορροπούσε
ανάμεσα στην κραυγή και στη σιωπή.
Ανάμεσα σ’ αυτό που όριζε η κοινωνικά ευαισθητοποιημένη συνείδησή του
απ’ τη μια και από την άλλη τα βαθιά τραύματα
που του προκαλούσε η ιστορική συγκυρία που ζούσε.
Τα βάζει με ένα ανθρωποφάγο σύστημα που το ζει
σε μια από τις σκληρότερές του στιγμές,
την ίδια ώρα που βιώνει τη διάψευση των ελπίδων,
την προδοσία των αγώνων, την απώλεια των συναγωνιστών του,
υλική είτε ηθική. Καταγγέλλει έναν κόσμο που συνθλίβει τον άνθρωπο
την ίδια ώρα που κι ο ίδιος νιώθει να συνθλίβεται.
Η πίκρα κι η απογοήτευση διατρέχουν την ποίησή του σε όλο της το μήκος.
«Σήμερα βρέχει απ’ το πρωί» ( Χειμώνας 1942),
« τη χαμένη μας άγνοια, τα χαμένα φτερά» ( 13.12.43),
«Εσύ που ξέρεις τουλάχιστον πως γυρεύω ένα τίποτα
για να πιστέψω πολύ και να πεθάνω» ( Αναζήτηση),
«Κι εγώ που αγάπησα τόσο τη θάλασσα/κι εγώ π’ αγκάλιασα
το κάθε τι που πέρασε μπροστά μου/αυτήν που ζητούσα
δεν τη συνάντησα ούτε στα πιο μεθυσμένα μου όνειρα» ( Εποχές2, VIII),
«Τίποτα τίποτα πια» ( Το έγκλημα έγινε). Διαβάστε την «Αφιέρωση»
«για όλα όσα τελείωσαν χωρίς ελπίδα πια».
Το « Σε τι βοηθά λοιπόν…» η ποίηση. Το «Κάθε πρωί» και τόσα άλλα.
Κι όμως: Όρθια η Πράξη σαν αλεξικέραυνο ( Όταν αποχαιρέτησα).
Κι η πράξη για το Μανόλη Αναγνωστάκη είναι αρχικά ο λόγος,
ο λόγος ο καίριος και καταγγελτικός, που αποζητά να γκρεμίσει
τις στέρεες παρατάξεις σαν τον τρελό στο σκάκι ( Το σκάκι).
Και μιλά ( Μιλώ, Τώρα μιλώ πάλι…).
Κι οι λέξεις του ανάβουν μικρές πυρκαγιές
- «σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις,
να μην τις παίρνει ο άνεμος» ( Ποιητική)
Το ηθικό ανθρώπινο χρέος πανταχού παρόν, ξαγρυπνά τη συνείδηση,
την κρατά σε εγρήγορση και ετοιμότητα. «Έστω. Ανάπηρος,
δείξε τα χέρια σου. Κρίνε για να κριθείς»,
γράφει στον ακροτελεύτιο στίχο της τελευταίας του συλλογής ( Επίλογος) ή
«Σαν τους γύφτους σφυροκοπάμε αδιάκοπα στο ίδιο αμόνι» ( Κριτική).
Ένας λόγος που σε φέρνει προ των ευθυνών σου κι ας είσαι γεμάτος πληγές –
« Σκεφτείτε το καλά. Θα περιμένω» ( Η απόφαση) -,
λόγος κάλεσμα να μείνουμε όρθιοι μέσα στη φοβερήν ερημία του πλήθους
( Μιλώ), γιατί «εμείς, αν θέλετε, είμαστε έτοιμοι ακόμα» ( Επίγνωση)
Μπορεί, λοιπόν, τα ποιήματά του να είναι γεννήματα πίκρας, ήττας, απώλειας,
όμως η αίσθηση του χρέους, η αναγκαιότητα της αντίστασης στη φθορά
και στην κοινωνική σήψη αρθρώνει τη δική της αδύναμη, όμως κι επίμονη, φωνή,
τη φωνή που μιλάει με πόνο για όλα αυτά, τη φωνή
που με την πεισματική ζεστασιά της μάς κρατάει καρφώνοντας τις λέξεις
στις συνειδήσεις και στις καρδιές μας για να μην τις παίρνει ο άνεμος.
Θεωρώ αντιπροσωπευτικό δείγμα αυτής της προσήλωσης
του Αναγνωστάκη στο ηθικό χρέος,
που σαν ατίθασο αγριολούλουδο φυτρώνει μόνο του μέσα στα χαλάσματα,
το ποίημά του
«Κι ήθελε ακόμη»
Κι ἤθελε ἀκόμη πολὺ φῶς νὰ ξημερώσει. Ὅμως ἐγὼ
Δὲν παραδέχτηκα τὴν ἧττα. Ἔβλεπα τώρα
Πόσα κρυμμένα τιμαλφῆ ἔπρεπε νὰ σώσω
Πόσες φωλιὲς νεροῦ νὰ συντηρήσω μέσα στὶς φλόγες.
Μιλᾶτε, δείχνετε πληγὲς ἀλλόφρονες στοὺς δρόμους
Τὸν πανικὸ ποὺ στραγγαλίζει τὴν καρδιά σας σὰ σημαία
Καρφώσατε σ᾿ ἐξῶστες, μὲ σπουδὴ φορτώσατε τὸ ἐμπόρευμα
Ἡ πρόγνωσίς σας ἀσφαλής: Θὰ πέσει ἡ πόλις.
Ἐκεῖ, προσεχτικά, σὲ μιὰ γωνιά, μαζεύω μὲ τάξη,
Φράζω μὲ σύνεση τὸ τελευταῖο μου φυλάκιο
Κρεμῶ κομμένα χέρια στοὺς τοίχους, στολίζω
Μὲ τὰ κομμένα κρανία τὰ παράθυρα, πλέκω
Μὲ κομμένα μαλλιὰ τὸ δίχτυ μου καὶ περιμένω.
Ὄρθιος καὶ μόνος σὰν καὶ πρῶτα περιμένω.
Ο ίδιος ο Αναγνωστάκης για τη «σιωπή» και την «ήττα» δηλώνει:
«Το ’71 ουσιαστικά σταματάει η ποιητική μου παραγωγή. Δεν γράφω καθόλου ποιήματα. Δεν αισθάνομαι την ανάγκη να γράψω ποιήματα, καθόλου. Συνεχίζω όμως εντατικά την πνευματική μου προσφορά με δοκίμια, με άρθρα, με ορισμένες μελέτες, με πολιτική δράση· αυτό που εγώ θεωρώ δημόσια παρέμβαση. (…) Γι’ αυτό αρνούμαι όλα αυτά περί «ποίηση της ήττας» και τα σχετικά. Δεν είναι ποίηση της ήττας. Είναι μια αγωνία για την εποχή, ένα άγχος για την εποχή. Όταν τελείωσε η εποχή τελειώνει κι η ποίηση. Δεν μπορείς να γράφεις συνεχώς ποίηση. Δεν είμαι επαγγελματίας ποιητής. Αισθάνομαι την ποίηση σαν τρόπο έκφρασης επειδή δεν μπορούσα να εκφραστώ διαφορετικά. Δηλαδή, ήταν η εποχή τόσο πιεσμένη, τόσο δύσκολη, που μόνο κανείς εκφράζοντας τον πόνο του μπορούσε ν’ αντέξει»
Φαίνεται, λοιπόν, πως η ήττα και η σιωπή υπάρχουν στο έργο του Αναγνωστάκη μόνο ως στοιχεία απαραίτητα για να χαλυβδώνουν τη συνείδηση, να προσδιορίζουν το στόχο, να δικαιολογούν την παρεμβατική κοινωνική παρουσία, να θρέφουν και να συντηρούν το αγωνιστικό κοινωνικό πρόσωπο.
Πώς σας φαίνεται;