Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2009


" Τι είναι ο χρόνος;
Αν οι άνθρωποι δεν με ρωτήσουν τι είναι ο χρόνος, ξέρω.
Αν με ρωτήσουν, τότε δεν ξέρω"
( Από τις Εξομολογήσεις του αγίου Αυγουστίνου)


Καθώς κυλάει ο χρόνος και μας φέρνει σε λίγες μέρες το 2010, στο διάλειμμα των λίγων ημερών που θα κάνουμε μας μένει χώρος για να δώσουμε ευχές, να έρθουμε πιο κοντά στην αλήθεια μας, να ονειρευτούμε και να σχεδιάσουμε καλύτερες μέρες.
Αποχαιρετάμε το χρόνο που φεύγει και καλωσορίζουμε το χρόνο που έρχεται με ένα ποίημα που παίζει με το χρόνο,
του Στάθη Κουτσούνη.


Καταβύθιση
στην Άλκηστη

Έβγαλα σήμερα
την κόρη μου στο πάρκο
την κρατούσα απ' το χέρι και προχωρούσα
στην παιδική χαρά με τις κούνιες
τις τσουλήθρες τις τραμπάλες τα μονόζυγα


τώρα πώς έγινε
η κόρη μου μάνα κι εγώ
το μικρό παιδί που τη βαστούσα
απ' το φουστάνι κι έτρεμα
-ναι έτρεμα αναγνώστη-
να μη μου φύγει και τη χάσω
ούτε που το κατάλαβα

έτρεμα μόνο ελάφι στο δόκανο
κι απ' την πολλή την ένταση
να τρέξει ο χρόνος
να γλιτώσω απ' τον τρόμο
έγινα γέροντας - όχι ο άντρας που είμαι πράγματι-
και δίπλα η κόρη μου
ολόκληρη γυναίκα πλέον
να με κρατά απ' το μπράτσο
για την ακρίβεια να με υποβαστάζει
βόλτα πηγαίνοντάς με στο πάρκο
σακάτη απ' τα γεράματα

κι ο τρόμος του παιδιού
είναι αλήθεια μού πέρασε
γιατί εδώ που έφτασα
δεν είχα τίποτε πια να χάσω

μόλις ωστόσο το συλλογίστηκα αυτό
μ' άρπαξε ακόμη πιο μεγάλος τρόμος
που δεν είχα τίποτε πια να χάσω
-πολύ μεγάλος τρόμος αναγνώστη-
τόσο μεγάλος και βαρύς που γλίστραγα
απ' της κόρης μου το χέρι
και βούλιαζα
βούλιαζα μέσα στην καταπράσινη
τη χλόη του πάρκου


Ό,τι ποθείτε για το 2010.

Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2009

Εμείς αγαπήσαμε

Μανόλης Αναγνωστάκης

Μες στην κλειστή μοναξιά μου

έσφιξα τη ζεστή παιδική σου άγνοια

στην αγνή παρουσία σου καθρέφτισα

τη χαμένη ψυχή μου

εμείς αγαπήσαμε

εμείς προσευχόμαστε πάντοτε

εμείς μοιραστήκαμε το ψωμί

και τον κόπο μας

κι εγώ μέσα σε σένα

και σ' όλους.

Με τις πιο θερμές ευχές για όλους σας.

Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2009

Χαρακτηριστικά της ποίησης του Καβάφη στη Μελαγχολία

Στοιχεία για την άσκηση




Ας δούμε τα χαρακτηριστικά της ποίησης του Κ. Καβάφη, όπως τα αναφέρουν 1) το βιογραφικό του στο σχολικό εγχειρίδιο (ΚΝΛ, τεύχος Α΄, σελ.443), 2) το παράθεμα από την Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Λίνου Πολίτη που δόθηκε φωτοτυπημένο στην τάξη.

Τα χωρίζουμε σε χαρακτηριστικά α) περιεχομένου, β) μορφής. Όσο κι αν αυτή η διάκριση είναι σχηματική και…παλιομοδίτικη για την ανάλυση των κειμένων, αυτό το κάνουμε για να διευκολύνουμε τη δομή της απάντησής μας.

Μορφή:
1) ποίηση απογυμνωμένη από παραδοσιακά λυρικά σχήματα, πεζολογική.
2) παραστατικότητα,
3) εξαιρετική γλωσσική ευστοχία,
4) υποβολή
5) ιδιότυπη γλώσσα, μακριά και απ' τη δημοτική της εποχής και από την
καθαρεύουσα .Συχνή χρήση όρων της καθαρεύουσας ως ηθελημένο, ίσως, πεζολογικό, ρεαλιστικό στοιχείο. Πολίτικοι ιδιωματισμοί.
6) Ο στίχος καλλιεργεί τα "αντιποιητικά", τα πεζολογικά στοιχεία.
7) Στίχος ελεύθερος, με άνισο αριθμό συλλαβών
8) Μέτρο χαλαρό ιαμβικό
9) Πολλές φορές φανερώνεται και η ομοιοκαταληξία - σαν παιχνίδι ή ειρωνεία.
10) Κάποτε ο στίχος κόβεται, διαλύεται στα δύο, σα να μην έχει δύναμη να ολοκληρωθεί.
11) Προσοχή και λεπτουργία ως την τελευταία λεπτομέρεια.(στίξη, παύσεις, περίοδοι)
12) Κομψότητα και καλαισθησία.

Περιεχόμενο:
1) λεπτή ειρωνεία, "συνοδευμένη από μια γκριμάτσα τραγική"
2) οξύτατη σκέψη,
3) βαθιά αίσθηση τραγικού, συνειδητοποίηση της δραματικής ουσίας της ζωής
4) εκλεπτυσμένη ευαισθησία
5) διάκριση ποιημάτων σε ιστορικά-φιλοσοφικά-ερωτικά
6) σοβαρότητα και βαρυθυμία
7) αίσθηση παρακμής και ματαιότητας (που δεν οδηγεί, όμως, στη διάλυση και την απιστία)
8) αίσθημα αξιοπρέπειας και υπερηφάνειας
9) στην άλλη πλευρα των decadents του 1920

Η εργασία μας ήταν να εντοπίσουμε όσα απ' αυτά τα χαρακτηριστικά υπάρχουν και στο ποίημά μας. Και εκείνο που συμπληρώσαμε ήταν το αναγκαίο της τεκμηρίωσης κάθε χαρακτηριστικού που αναφέρουμε με παραπομπές στο κείμενο και παραθέματα απ' αυτό.


Τι βρίσκουμε, λοιπόν [στις παρενθέσεις, ενδεικτικά, τα στοιχεία που μπορούν να στηρίξουν τους ισχυρισμούς μας]:
Στη μορφή: 1) ποίηση απογυμνωμένη από παραδοσιακά λυρικά σχήματα, πεζολογική ( απουσία ομοιοκαταληξίας, φόρτου σχημ. λόγου, καλολογικών επιθέτων, χρήση "αντιποιητικών" λέξεων-φάρμακα, φέρε κ.α)
2) παραστατικότητα (από τις προσωποποιήσεις, την ποιητ. αποστροφή, τη θεατρικότητα που επιτυγχάνεται, τις μεταφορές - πληγή, μαχαίρι).
3) γλωσσική ευστοχία ( η παράλληλη χρήση των λέξεων"σώμα"-"μορφή", το μόνο επίθετο στην κατάλληλη θέση -"φρικτό", η σύνταξη των δύο πρώτων στίχων)
4) υποβολή ( από τη χρήση της Κομμαγηνής, ως σύμβολο φθοράς, από τον εξομολογητικό τόνο του ποιήματος)
5) Τύποι καθαρεύουσας (εις, εν, δοτικές, ποιήσεως, ποιητού, άλγους)
6) Ιδιοτυπίες ( εγκαρτέρησι, κάμνουνε)
7) Στίχος ελεύθερος, με άνισο αριθμό συλλαβών. Μέτρο χαλαρό ιαμβικό (π.χ μέτρου καλό οι δυο πρώτοι στίχοι)
8) Προσοχή και λεπτουργία ως την τελευταία λεπτομέρεια.-στίξη, παύσεις, περίοδοι. ( οι άνω τελείες του τίτλου, οι παύλες στη β΄στροφή, η σύνταξη των δύο πρώτων στίχων, η επιλεκτικές επαναλήψεις στη β΄στροφή)
9) Κομψότητα και καλαισθησία. ( Γενικά μόνο μπορεί να υποστηριχθεί, με αναφορά σε λεξιλογικές επιλογές, προσεκτική χρήση γλωσσικών και σημείων στίξης, πιθανώς και σε χρήση τύπων καθαρεύουσας)



Στο περιεχόμενο:
1)βαθιά αίσθηση τραγικού, συνειδητοποίηση της δραματικής ουσίας της ζωής
( αναφορά στο χρόνο και την επίδρασή του στην ανθρώπινη ύπαρξη, στην αδυναμία του ανθρώπου, τη θέση του)
2) εκλεπτυσμένη ευαισθησία ( όπως προκύπτει από το 7ο χαρακτηριστικό της μορφής)
3) σοβαρότητα και βαρυθυμία ( τίτλος, μελαγχολία, τρίτος στίχος αλλά και οι δύο πρώτοι)
4) αίσθηση παρακμής και ματαιότητας, που δεν οδηγεί, όμως, στη διάλυση και την απιστία. ( δήλωση μεν φθοράς - στ.1, 2, 7 - αλλά και απόπειρα αντιμετώπισης, πίστη στην Ποίηση και στην ευεργετική της λειτουργία.)
5) Το ποίημα μπορεί να ενταχθεί, ως προς το πλαίσιό του, στα ψευδοϊστορικά, ένα πλάισιο, όμως, που είναι έτσι τοποθετημένο, ώστε να οδηγεί στο πεδίο του στοχασμού, των φιλοσοφικών ποιημάτων του Καβάφη.


Μην ξεχνάτε πως μεγάλη σημασία για την ποιότητα της απάντησής σας έχει η σύνδεση που κάνετε των στοιχείων του ποιήματος με τα χαρακτηριστικά που αναφέρετε.

Το σαββατοκύριακο δε θα έχουμε αναρτήσεις λόγω απουσίας.



Μπορείτε για τη Δευτέρα να ξαναδείτε τις αναρτήσεις των προηγούμενων ημερών για την Πολυδούρη, ώστε να είσαστε …"σαν έτοιμοι από καιρό" στην παράδοση.
Πριν κλείσετε, κάνετε και ένα μικρό κουίζ: ποια από τις φωτογραφίες της ανάρτησης ΔΕΝ είναι από μακέτα; (εύκολο, εύκολο!)

Καλό σαββατοκύριακο.

Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2009

Για την ποίηση της Πολυδούρη


Προτού εξετάσουμε το ποίημα της Μαρίας Πολυδούρη που είναι στην εξεταστέα μας ύλη, ας δούμε πώς γίνεται η πρόσληψη του έργου της από όσους το έχουν μελετήσει. Παρατίθενται εδώ λίγα χαρακτηριστικά αποσπάσματα και σε άλλη ανάρτηση θα ακολουθήσουν κι άλλα.
Ας τονίσουμε, πάντως, πως όλοι συγκλίνουν σε κάποια χαρακτηριστικά του έργου της Μ.Πολυδούρη, τα οποία τελικά είναι κι αυτά που το οριοθετούν.


*** "Τα αισθήματα επίσης είναι γνωστά, μάλλον ένα και μόνο αίσθημα: ο έρωτας και μάλιστα ο πιο γνήσια γυναικείος αισθηματικός έρωτας με τις αποχρώσεις της μελαγχολίας, νοσταλγίας, περιπάθειας, τρυφερότητας, θανάσιμης απελπισίας (…) Ο έρωτας από αισθηματική πληρότητα ξεπερνάει τον ίδιο το χώρο του αισθηματισμού και γίνεται δύναμη, που μεταμορφώνει την ύπαρξη, μέσα στο λαμπρό φως μιας μυστικής γέννησης" ( Γιώργος Θέμελης)

*** "Είναι λυρική και όχι μόνον υπό την γραμματολογικήν έννοιαν"
( Τέλλος Άγρας)

*** "(…) η Πολυδούρη έχει κατά βάθος κάτι το δαιμονικά ανυποχώρητο. Παρόμοια με τον Καρυωτάκη, θηρεύει κι εκείνη με τον τρόπο της το απόλυτο, που γίνεται μάλιστα στην περίπτωσή της πιο τελεσίδικα ανέφικτο, καθώς ο ασίγαστος ερωτισμός της τη σπρώχνει τελικά να το εντοπίσει στη μορφή του αυτόχειρα ποιητή, όταν ο θάνατος τον είχε κάνει απλησίαστο, ώσπου δεν της μένει πια παρά "στου έρωτα την άγρια καταιγίδα να ιδεί να μετρηθούν γι' αυτήν θάνατος και ζωή".
( Κώστας Στεργιόπουλος)

*** Η λυτρωτική λειτουργία της ποίησης βοηθά την Πολυδούρη να βρει διέξοδο στο εκρηκτικό πάθος της, που εκδηλώνεται σε δύο άξονες, τον έρωτα και το θάνατο. Η ρομαντική της φύση την κάνει να αντιφάσκει, να αιωρείται ανάμεσα στη δίψα της για τον έρωτα και την ένταση της ζωής και νοσηρό, τραγικό προαίσθημα του θανάτου. Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για αντίφαση, η μεταφυσική βεβαιότητα ότι ο θάνατος πλησιάζει επιταχύνει και εντατικοποιεί τους ρυθμούς της ζωής, ώστε να ικανοποιηθεί η άπληστη ανάγκη για έρωτα (Γ. Χατζίνης).


*** Τα ποιήματά της παρουσιάζουν μια εικόνα ατημελησίας. Φθαρμένα υλικά, κοινότοπες εικόνες, κοινόχρηστες λέξεις, φλύαροι πλατειασμοί, αισθηματολογία, μελοδραματισμός, ελλιπής γλωσσική και στιχουργική επεξεργασία, τετριμμένη θεματολογία. Αυτό που διασώζει την ποίησή της είναι η γνησιότητα του πάθους της, που οδηγεί κάποιες φορές σε δραματικές κορυφώσεις ανεπανάληπτες, και η μουσικότητα του στίχου που αποδίδει τις συναισθηματικές μεταπτώσεις. Είναι η βάση της κατά τ ’άλλα ορμεμφυτικής και ανοργάνωτης ποιητικής της
(Κ. Στεργιόπουλος).

*** Η Μαρία Πολυδούρη υπήρξε γνήσιο παιδί των ιστορικών και αισθητικών παραμέτρων της εποχής της. Η στενή σχέση αλληλεπίδρασης, έως και ταύτισης, ζωής και έργου είναι θεμελιώδης αρχή των νεορομαντικών. Η σύνδεση ζωής και έργου κατά τη διαδικασία της ποιητικής σύνθεσης ήταν αυτονόητη για την Πολυδούρη. (elogos.gr)

*** Οι στίχοι της είν' ατημέλητοι και τους διακρίνει μελαγχολία, ρέμβη και διάθεση για φυγή. ( Έλλη Αλεξίου)

*** Δυο βιβλία που περιέχουν περισσότερο θάνατο από σελίδες... Έτσι όπως μας έρχονται από την ολοκληρωτική της νύχτα, έχουν την υποβλητικότητα ενός μεγάλου θρήνου... ( Ουράνης)

( Θα μπορούσατε να εντοπίσετε τα χαρακτηριστικά που αναφέρονται και να τα συγκεντρώσετε σε ένα μικρό, δικό σας κείμενο, διακρίνοντας αυτά του περιεχομένου απ' αυτά της μορφής).

Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2009

Η φυσικότητα, η αμεσότητα, η "αυθορμησία", το πηγαίο της ποίησης της Μαρίας Πολυδούρη.


Οι απόψεις όσων έχουν μελετήσει το ποιητικό έργο της Μαρίας Πολυδούρη συγκλίνουν σε δύο βασικές διαπιστώσεις: 1) Χαρακτηρίζεται από αμεσότητα, φυσικότητα, "αυθορμησία". 2)Υπάρχουν σ' αυτό αδυναμίες, προχειρότητες. Ας σταθούμε σήμερα στο πρώτο κι ας δούμε πώς περιγράφεται, πώς σχολιάζεται, από τους κριτικούς του έργου της.

Διαβάστε:

*** "Συνήθως η αυθορμησία είναι το έδαφος της πρώτης ύλης, που έρχεται άμεσα από την ψυχή μαζί με τη φωνή, η ίδια φυσική φωνή ως φορέας συναισθημάτων. Χρειάζεται πάντα και κάτι άλλο για να γίνει ποίηση αυτή η πρώτη ύλη. Χρειάζεται τέχνη, που θα μετουσιώσει την ύλη σε μουσική, αφού την απαλλάξει από το βάρος της ζωτικής ανάγκης, που την κρατεί στο επίπεδο των συναισθηματικών εκκενώσεων. Και όμως η ποίηση της Μαρίας Πολυδουρη μοιάζει να' ναι ευθύς αμέσως έτοιμη, χωρίς να 'χει ανάγκη να υποστεί αυτή την αλλοίωση και διαμόρφωση, σάμπως ο παράγων Τέχνη να 'ναι σύμφυτος με την ύλη και βγαίνει μαζί της με τη φωνή. Κινδυνεύει να μην είναι αποτέλεσμα από τη διαμορφωτική ενέργεια του πνεύματος, αλλά κατάσταση ψυχής."

*** "Το βλέπει κανείς πως η ποίηση αυτή είναι σκέτη, απλή ομιλία και εξομολόγηση"
( Γιώργος Θέμελης)


Τα ίδια, περίπου, παρατηρεί και ο Κώστας Στεργιόπουλος:
*** "Γιατί η Πολυδούρη έγραφε τα ποιήματά της όπως και το ατομικό της ημερολόγιο. Η μεταστοιχείωση γινόταν αυτόματα και πηγαία. Κι αν στους περισσότερους της νεορρομαντικής σχολής το βιωματικό στοιχείο - τόσο κυριαρχικό σε όλους τους - ήταν μια πρώτη ύλη που περνούσε από διαδοχικές διαφοροποιήσεις, ώσπου να φτάσει στο ποίημα, γι' αυτήν η έκφραση εσήμαινε κατ' ευθείαν μεταγραφή των γεγονότων του συναισθηματικού της κόσμου στην ποιητική γλώσσα της εποχής, με όλες τις εξιδανικεύσεις, τις ωραιοποιήσεις και τις υπερβολές, που της υπαγόρευε η ρομαντική της φύση κι η ατμόσφαιρα του περιβάλλοντος."

Αλλά και ο Τέλλος Άγρας και ο Γιάννης Χατζίνης:
*** "Η ποιητική γλώσσα και η ομοιοκαταληξία της Πολυδούρη ως και η στιχουργία αυτής, παρ' όλην την ποικιλίαν των ευχερώς χρησιμοποιηθέντων ρυθμών, από της οποίας μετέστη, τέλος εις τον ελεύθερον στίχον, χαρακτηρίζεται υπό φυσικότητος. "


" Η ποιητική έκφραση είναι γι’ αυτήν ζωτική ανάγκη, γιατί λειτουργεί σαν πράξη λύτρωσης από τα πάθη της, σαν απαραίτητη προϋπόθεση για την ψυχική της ηρεμία. Μπροστά σ’ αυτή την επιτακτική ανάγκη έκφρασης, τα ζητήματα τεχνικής περνούν σε δεύτερη μοίρα. Αδυνατεί και, κυρίως, αδιαφορεί να υποτάξει το χειμαρρώδη λυρισμό της σε συμμετρικά σχήματα" (Τέλλος Άγρας).


*** "Ο συνηθισμένος τύπος λογοτέχνη είναι αυτός που ζει για να γράφει. Εκείνος, δηλαδή, για τον οποίο τα ίδια τα πάθη αποκτούν αξία μόνο απ' τη στιγμή που θα βρουν καλλιτεχνική έκφραση. Η Πολυδούρη όμως ζει για να ζήσει. Κι όταν χαράζει στο χαρτί τους στίχους της, δεν αποβλέπει στον αναγνώστη, αλλά στην ίδια τη δική της ανάγκη να δώσει στο ηφαίστειό της διέξοδο". (Γιάννης Χατζίνης)


Εσείς με ποιο τρόπο, μέσα από το ποίημα "Μόνο γιατι μ' αγάπησες", θα μπορούσατε να υποστηρίξετε τα περί φυσικότητας και αμεσότητας της ποιητικής φωνής της Μ. Πολυδούρη;

Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2009

Ένα ποίημα - τρία τραγούδια

Παρασκευή απόψε και μπορούμε να χαλαρώσουμε λίγο.
Ας διαβάσουμε κι ας ακούσουμε το ποίημα της Πολυδούρη που είναι στην ύλη μας φέτος.
Φαίνεται πως το ποίημα αρέσει πολύ, μια και στο διαδίκτυο βρίσκεις πολλές εκδοχές του, πολλές καταχωρίσεις, video, απαγγελίες, πλαισίωση με μουσική, με εικόνες.

Διάλεξα να ακούσουμε τρεις διαφορετικές μελοποιήσεις που έχουν γίνει κι ο καθένας ας κρατήσει όποια προτιμήσει.

Πρώτα όμως το παραθέτουμε ολόκληρο και με τις εννιά του στροφές, όπως δηλαδή πρωτοδημοσιεύτηκε στη συλλογή "Τρίλλιες που σβήνουν" (1928).


Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ'αγάπησες

στα περασμένα χρόνια.

Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα

και σε βροχή, σε χιόνια,

δεν τραγουδώ παρά γιατί μ'αγάπησες.



Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου

μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,

μόνο γι'αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο

κ' έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,

μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.



Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν

με την ψυχή στο βλέμμα,

περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο

της ύπαρξής μου στέμμα,

μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν.



Μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες

και στη ματιά σου να περνάη

είδα τη λυγερή σκιά μου, ως όνειρο

να παίζη, να πονάη,

μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες,



Γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες

και μου άπλωσες τα χέρια

κ' είχες μέσα στα μάτια σου το θάμπωμα

-μιά αγάπη πλέρια,

γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες,


Γιατί μόνο γιατί σε σέναν άρεσε

γι'αυτό έμεινε ωραίο το πέρασμά μου.

Σα να μ'ακολουθούσες όπου πήγαινα,

σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.

Γιατί μόνο γιατί σε σέναν άρεσε.



Μόνο γιατί μ'αγάπησες γεννήθηκα,

γι'αυτό η ζωή μου εδόθη.

Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη

μένα η ζωή πληρώθη.

Μόνο γιατί μ'αγάπησες γεννήθηκα.





Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου

μού χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.

Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου

μού γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,

μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.



Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ'αγάπησες

έζησα, να πληθαίνω

τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες

κ' έτσι γλυκά πεθαίνω

μονάχα γιατί τόσο ωραία μ'αγάπησες...


1. Ας ακούσουμε πρώτα την πιο παλιά μελοποίηση, του 1969, από το Γιάννη Σπανό, με την Πόπη Αστεριάδη








2. 1996. Μουσική του Δημήτρη Παπαδημητρίου,

απόδοση από την Ελευθερία Αρβανιτάκη






3. Και η τρίτη μελοποίηση (2009), του Βασίλη Δημητρίου,

με την Μάγδα Πένσου, για την τηλεοπτική σειρά "Καρυωτάκης"







Λοιπόν; Ποια μελοποίηση σας άρεσε περισσότερο;


Για την ώρα καλό σας βράδυ και αύριο θα αρχίσουμε να βλέπουμε κάποια χαρακτηριστικά της ποίησης της Πολυδούρη - να κάνουμε και λίγη δουλειά, ε;

Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2009

28 χρόνια πάθους



Στον Καβάφη και στην ποιητική Μελαγχολία του θα επιστρέψουμε. Ας ετοιμαζόμαστε, όμως και για τα επόμενα ποιήματα της φετινής ύλης.


Σήμερα ανοίγουμε τη χαραμάδα της πόρτας της ζωής της Μαρίας Πολυδούρη. Χωρίς να μας είναι απαραίτητα για τις εξετάσεις, καλό είναι να έχουμε γνώση των στοιχείων του βιογραφικού της, στοιχείων που διαμορφώνουν την ατμόσφαιρα του πάθους που τρέφει την ποίησή της.




Η Μαρία Πολυδούρη ήρθε κι έφυγε από τη ζωή σαν αστραπή, χωρίς να προσγειωθεί κι υπάρξει σα συνηθισμένος άνθρωπος. Η Μαρία Πολυδούρη δεν είναι ηρωίδα ρομάντζου. Γεννήθηκε και έζησε σε μια εποχή συντηρητική, που τη συνέθλιψε. Δεν υπήρξε μόνο θύμα του εαυτού της - είναι αλήθεια ότι διακατεχόταν από μια ανίκητη τάση αυτοκαταστροφής- αλλά και του κλίματος που επικρατούσε γενικά και ιδιαίτερα της κοινωνικής μοίρας της ως γυναίκα. Eξετάζοντας αυτό το αστέρι του αιώνα μας που τόσο μικρή τροχιά διένυσε θα διαπιστώσουμε από τη μία μεριά, μια αντίθεση ανάμεσα στις ιδέες της και τις αρχές της και από την άλλη, στο ποιητικό της έργο.
Ενώ οι ιδέες της είναι πολύ προοδευτικές για την εποχή, η ποίησή της -επηρεασμένη, αναμφισβήτητα, σε μεγάλο μέρος από τον Καρυωτάκη- διακρίνεται για το στοιχείο του πεσιμισμού: Υμνεί τον έρωτα και τον θάνατο. Είχε ριζώσει τότε ο νεορομαντισμός, που διαπότιζε την ποίηση. Ομως, στον πεζό λόγο είναι αδέσμευτη. Τόσο στο ημερολόγιό της όσο και στην άτιτλη νουβέλα της παρουσιάζει τις αντιλήψεις της εποχής και σαρκάζει τις συμβατικότητές της.
Οι αντίθετες αυτές πλευρές συνθέτουν μία από τις σπάνιες προσωπικότητες και ολοκληρώνουν έναν ακέραιο άνθρωπο. Ενα πνεύμα σταθερό, ανυποχώρητο και ασυμβίβαστο, που εύκολα δεν μπορούσε να το «σηκώσει» το πνεύμα των καιρών. «Τι θαρραλέα και τι σπουδαία γυναίκα!», γράφει η Λιλή Ζωγράφου στο βιβλίο της «Καρυωτάκης, Πολυδούρη και η αρχή της αμφισβήτησης».
«Φυσούσε μέσα της ένας σίφουνας, που την έσπρωχνε να πηδά άφοβα πάνω από τους ανόητους φραγμούς που την εμπόδιζαν να δει την αλήθεια. Αυτός ο σίφουνας τη σήκωσε στα 18 της -τόλμημα τρομαχτικό- από την Καλαμάτα και την έφερε στην Αθήνα του ’20».


1902. Γεννήθηκε την 1η Απριλίου
και ήταν κόρη του φιλόλογου Ευγένιου Πολυδούρη και της Κυριακής Μαρκάτου, μιας γυναίκας με πρώιμες φεμινιστικές ανησυχίες. Ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές της σπουδές στην Καλαμάτα, αφού προηγουμένως είχε φοιτήσει σε σχολεία του Γυθείου και των Φιλιατρών.



Γύθειο. Φωτογραφία του Βαγγέλη Βλάχου από το vlavag.blogspot.com



1916. Στα γράμματα εμφανίζεται σε ηλικία 14 ετών, με το πεζοτράγουδο «Ο πόνος της μάνας». Αναφέρεται στο θάνατο ενός ναυτικού, τον οποίον ξέβρασαν τα κύματα στις ακτές των Φιλιατρών και είναι επηρεασμένο από τα μανιάτικα μοιρολόγια που άκουγε στο Γύθειο. Σε ηλικία 16 ετών διορίζεται στη Νομαρχία Μεσσηνίας, κατόπιν διαγωνισμού και παράλληλα εκδηλώνει ζωηρό ενδιαφέρον για το γυναικείο ζήτημα.

1920. Χάνει, σε διάστημα σαράντα ημερών, τον πατέρα και τη μητέρα της, ενώ εκείνη είναι μακριά απ' το σπίτι παρασυρμένη από ένα σφοδρό έρωτα παρά την κακή κατάσταση υγείας της μητέρας της.

1921. Μετατίθεται στη Νομαρχία Αθηνών και παράλληλα εγγράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών
την οποία θα εγκαταλείψει έπειτα από τρία χρόνια. Στην υπηρεσία της θα γνωρίσει τον συνάδελφο και ομότεχνό της Κώστα Καρυωτάκη. Αυτή είναι 20 χρονών κι αυτός 26. Μεταξύ τους θα αναπτυχθεί ένας σφοδρός έρωτας, που θα κρατήσει λίγο, αλλά θα παίξει καθοριστικό ρόλο στη ζωή και το έργο της. Έχουν κοινά ενδιαφέροντα: Τη λογοτεχνία. Έχουν κοινές εμπειρίες: Την αποπνιχτική ατμόσφαιρα της επαρχιακής ζωής, την τσακισμένη τους ευαισθησία από την ακατανοησία του περίγυρου. >Ο Καρυωτάκης την ενθαρρύνει να συνεχίσει το γράψιμο, αλλά ταυτόχρονα της μεταδίδει την απαισιοδοξία του.


1922. Το καλοκαίρι ο Καρυωτάκης μαθαίνει ότι έχει προσβληθεί από σύφιλη, νόσημα τότε ανίατο και κοινωνικά στιγματισμένο. Το ανακοινώνει πρώτα στην αγαπημένη του και της ζητά να χωρίσουν. Εκείνη, του προτείνει να παντρευτούν χωρίς να κάνουν παιδιά, αλλά ο Καρυωτάκης είναι πολύ περήφανος για να δεχθεί τη θυσία της. Εκείνη πάλι αμφιβάλλει για την ειλικρίνειά του, νομίζει ότι η αρρώστια του είναι πρόφαση για να την απομακρύνει από κοντά του.


1923. Κάνει έντονη ζωή. Υποφέρει από αδενοπάθεια και υπερκόπωση.


1924. Μπαίνει στη ζωή της ο δικηγόρος Αριστοτέλης Γεωργίου, άρτι αφιχθείς εκ Παρισίων. Είναι νεαρός, ωραίος και πλούσιος. Θα τον αρραβωνιαστεί στις αρχές του
1925, αν και στην καρδιά της σιγοκαίει ο έρωτάς της για τον Καρυωτάκη. Παρά την αφοσίωση του αρραβωνιαστικού της, η Μαρία Πολυδούρη δείχνει να μην μπορεί να συγκεντρωθεί σοβαρά σε καμιά δραστηριότητα. Χάνει τη δουλειά της στο Δημόσιο από τις αλλεπάλληλες απουσίες της κι εγκαταλείπει τη Νομική. Φοιτά στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, προλαβαίνει μάλιστα να εμφανισθεί ως ηθοποιός σε μία παράσταση.


1926-28. Το καλοκαίρι διαλύει τον αρραβώνα της και φεύγει στο Παρίσι. Τότε, όμως, τυχαίνει να βεβαιωθεί από κοινούς φίλους ότι στην πραγματικότητα, η υγεία του Καρυωτάκη στεκόταν εμπόδιο στο γάμο τους. Ενας σεισμός την τράνταξε. Πλημμύρισε από συγγνώμη και μεταμέλεια για την αδικία που του έκανε. Γράφει για αυτό το θέμα ποιήματα και πεζά. Μα ο Καρυωτάκης δεν περίμενε ούτε συγχώρεσε ποτέ τον αρραβώνα της και οι φιλικές σχέσεις τους είχαν διακοπεί και δεν αντάλλασσαν ούτε χαιρετισμό. Οταν η Μαρία συνειδητοποιεί ότι χάνει οριστικά τον ποιητή της, πέφτει σε βαθιά κατάθλιψη.
Από το Παρίσι γράφει στον αρραβωνιαστικό τους πως ο δεσμός τους έλαβε τέλος. Σπουδάζει ραπτική, αλλά δεν κατορθώνει να εργαστεί, επειδή προσβάλλεται από φυματίωση.



Επιστρέφει στην Αθήνα και συνεχίζει τη νοσηλεία της στο νοσοκομείο «Σωτηρία». Εκεί την επισκέπτεται για τελευταία φορά ο Καρυωτάκης. Ετοιμαζόταν να φύγει για μετάθεση για την Πρέβεζα και πήγε να τη δει. Ο ποιητής της δε δείχνει θυμό ούτε ψυχρότητα, αλλά χαρά και επιείκεια. Μα κι αυτήν τη φορά παριστάνει τη δυνατή. Αργότερα, θα μάθει για την αυτοκτονία του (28 Ιουλίου 1928.).
Τον ίδιο χρόνο κυκλοφορεί την πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο «Οι τρίλλιες που σβήνουν».


1929. Κυκλοφορεί η δεύτερη ποιητική της συλλογή («Ηχώ στο Χάος»).


1930. Η φυματίωση τελικά θα την καταβάλει και θα αφήσει την τελευταία της πνοή στην Κλινική Χριστομάνου τα ξημερώματα της 29ης Απριλίου. Ο Κώστας Παπαδάκης, ο Γιάννης Χονδρογιάννης, η Λιλή Ζωγράφου, που της έγραψε τη πιο εμπεριστατωμένη κι ολοκληρωμένη μονογραφία, αποδέχονται την εκδοχή πως αυτοκτόνησε μ' ενέσεις μορφίνης.

(Πηγές βιογραφικού:Λιλή Ζωγράφου, www.sansimera.gr, www.pedia-elogos.gr, www. peri-grafis.com, Έλλη Αλεξίου, www.imerisia.gr -Μαρίνα Ζιώζου)

Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2009

Τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει...

Gustav Klimt, οι τρεις ηλικίες της γυναίκας



Ας παρακολουθήσουμε απόψε αυτό που μας προτείνει ο Γ.Π.Σαββίδης στα Μικρά Καβαφικά (τομ.β΄, Ίκαρος, σελ. 152). Εκεί γράφει: "Αρκεί να θυμηθούμε το "Πολύ σπανίως" (1911), το "Μελαγχολία Ιάσονος Κλεάνδρου" (1918) και το "Κατά τες συνταγές αρχαίων ελληνοσύρων μάγων (1931), για να νιώσουμε την πρόοδο του βιώματος του γήρατος στον Καβάφη".

Διαβάζουμε, δηλαδή, τρία ποιήματα που αναφέρονται στα γηρατειά και στον τρόπο που τα αντιμετωπίζει το ποιητικό υποκείμενο.
Το πρώτο το γράφει σε ηλικία 48 ετών.
Το δεύτερο σε ηλικία 55 ετών.
και το τρίτο σε ηλικία 68 ετών
Πώς εξελίσσεται το βίωμα του γήρατος από ποίημα σε ποίημα; αναρωτιέται ο Γ.Π.Σαββίδης.

Ας το παρακολουθήσουμε, λοιπόν, διαβάζοντας τα τρία ποιήματα, εντάσσοντάς το, περίπου, σε άσκηση αδίδακτου κειμένου.


Salvador Dalì, οι τρεις ηλικίες

1. Πολύ σπανίως
Είν' ένας γέροντας. Εξηντλημένος και κυρτός,
σακατεμένος απ' τα χρόνια, κι από καταχρήσεις,
σιγά βαδίζοντας διαβαίνει το σοκάκι.
Κι όμως σαν μπει στο σπίτι του να κρύψει
τα χάλια και τα γηρατειά του, μελετά
το μερτικό που έχει ακόμα αυτός στα νειάτα.

Εφηβοι τώρα τους δικούς του στίχους λένε.
Στα μάτια των τα ζωηρά περνούν οι οπτασίες του.
Το υγιές, ηδονικό μυαλό των,
η εύγραμμη, σφιχτοδεμένη σάρκα των,
με την δική του έκφανσι του ωραίου συγκινούνται.



2. Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου
ποιητού εν Κομμαγηνή 595 π.Χ

Το γήρασµα του σώµατος και της µορφής µου
είναι πληγή από φρικτό µαχαίρι.
∆εν έχω εγκαρτέρησι καµιά.
Εις σέ προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως,
πού κάπως ξέρεις από φάρµακα
νάρκης του άλγους δοκιµές, εν Φαντασία και Λόγω.

Είναι πληγή από φρικτό µαχαίρι. -
Τα φάρµακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως,
που κάµνουνε - για λίγο - να µη νοιώθεται η πληγή.


3. Κατά τες συνταγές αρχαίων Ελληνοσύρων μάγων
«Ποιό απόσταγμα να βρίσκεται από βότανα
γητεύματος», είπ' ένας αισθητής,
«ποιό απόσταγμα κατά τες συνταγές
αρχαίων Ελληνοσύρων μάγων καμωμένο
που για μια μέρα (αν περισσότερο
δεν φθάν' η δύναμίς του), ή και για λίγην ώρα
τα είκοσι τρία μου χρόνια να με φέρει
ξανά· τον φίλον μου στα είκοσι δυο του χρόνια
να με φέρει ξανά -- την εμορφιά του, την αγάπη του.»

Ποιό απόσταγμα να βρίσκεται κατά τες συνταγές
αρχαίων Ελληνοσύρων μάγων καμωμένο
που, σύμφωνα με την αναδρομήν,
και την μικρή μας κάμαρη να επαναφέρει.»


Το ερώτημα που μπορείτε να απαντήσετε είναι: " Πώς αντιμετωπίζει σε κάθε ποίημα ο Καβάφης τα γηρατειά; Εξετάστε συγκριτικά τα τρία ποιήματα."

Απαντήσεις, κατά το γνωστό, στα σχόλια, με mail, στην τάξη.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ας μη μας διαφεύγει πως η κάθε ποιητική δημιουργία είναι αυτοτελής και δε δεσμεύεται αναγκαστικά από τα προσωπικά δεδομένα του δημιουργού. Δε θεωρώ, δηλαδή, πως το κάθε ποίημα μας δείχνει απαραίτητα πώς βιώνει ο δημιουργός του μια κατάσταση ( Παρόλο που στην περίπτωση του Καβάφη φαίνεται πως αυτό, σε γενικές γραμμές, ισχύει). Όμως, διαβάζοντας τα τρία αυτά ποιήματα , γίνεται πραγματικά ενδιαφέρον να παρακολουθήσει κανείς την πρόοδο του βιώματος του γήρατος στον Καβάφη.

Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2009

Μελαγχολία Ιάσωνος Κλεάνδρου. Ερωτήσεις ΚΕΕ. Αναπλήρωση-9


Μπορείτε σήμερα να επεξεργαστείτε τις λίγες ερωτήσεις που προτείνει το ΚΕΕ για τη Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου, ελέγχοντας κάπως τον τρόπο με τον οποίο έχετε αντιληφθεί το ποίημα.

Δομή του κειμένου, επαλήθευση ή διάψευσης μιας κρίσης με βάση το κείμενο, εκ-φραστικά μέσα και τρόποι του κειμένου (υφολογική διερεύνηση, αφηγηματικές λειτουργίες, επιλογές του δημιουργού σε διάφορα επίπεδα γλωσσικής ανάλυσης):
1. Τι πετυχαίνει ο ποιητής με τον τόσο εκτενή και πλούσιο σε λεπτομέρειες τίτλο του ποιήματος;
2. Το ποίημα αποτελείται από δύο δυσανάλογες ως προς το μέγεθος στροφές. Ποιο είναι το περιεχόμενό τους και πώς συνδέονται μεταξύ τους2;
3. Με ποια εκφραστικά μέσα αποδίδεται παραστατικά ο «αναλγητικός» ρόλος της ποίησης;
4. Στο ποίημα διατυπώνεται μία επίκληση. Ποιος μιλάει και ποιον επικαλείται;

Σχολιασμός ή σύντομη ανάπτυξη χωρίων του κειμένου:
1. Ποια επίδραση έχει το γήρας στην όψη και την ψυχική διάθεση του Ιάσωνος;
2. Γιατί ο Ιάσων προστρέχει στην ποίηση;
3. Ποια είναι, κατά τη γνώμη σας τα φάρμακα της ποίησης; Πώς μπορούν να βοηθήσουν τον ήρωα στη μάχη του με τα γηρατειά;
4. «Που κάμνουνε - για λίγο- να μη νοιώθεται η πληγή»: Γιατί, κατά τη γνώμη σας, η δράση των φαρμάκων της τέχνης της ποίησης είναι σύντομη σε διάρκεια;
5. Γιατί νομίζετε ότι χαρακτηρίζονται τα φάρμακα της ποίησης ως δοκιμές;

Περιμένω τις απορίες σας, τα σχόλιά σας.

Εργασία γραπτή: Τι πετυχαίνει ο ποιητής με τον τόσο εκτενή και πλούσιο σε λεπτομέρειες τίτλο του ποιήματος;

Τα υπόλοιπα από κοντά. Καλό βράδυ.

δοκιμές νάρκης του άλγους...Αναπλήρωση-8

Λίγα λόγια για το πρώτο ποίημα της ενότητας "Ποιήματα για την ποίηση", τη
«Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου· ποιητού εν Κομμαγηνή· 595μ.Χ»,
του Κ. Καβάφη, σήμερα. Τα υπόλοιπα θα τα δούμε στην τάξη, όπου θα κουβεντιάσουμε και τα βασικά σημεία της ανάλυσης και του περιεχομένου του ποιήματος.

Το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου
είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.
Δεν έχω εγκαρτέρησι καμιά.
Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως,
που κάπως ξέρεις από φάρμακα∙
νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω.

Είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.-
Τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως,
που κάμνουνε – για λίγο – να μη νοιώθεται η πληγή.




Πρώτα κάποια σχόλια για τον κάπως περίεργο και εκτενή τίτλο (από τους πιο εκτενείς του Καβάφη και μάλιστα δυσανάλογος με το ποίημα).
Γιατί τον επιλέγει έτσι ο Καβάφης; Γιατί αλλάζει τον αρχικό τίτλο του ποιήματος ( "Το μαχαίρι"); Κι ύστερα… Ποιος είναι αυτός ο Ιάσων Κλεάνδρου; Η Κομμαγηνή; Τι έγινε το 595μ.Χ;
Το όνομα, το τοπωνύμιο, η χρονολογία, δίνουν ένα ιστορικό άλλοθι στον Καβάφη, για να αναπτύξει τον εσωτερικό αυτό μονόλογο. Ένα ιστορικό άλλοθι που και τον ίδιο θα κρύψει και θα δώσει άλλη διάσταση στο ποίημά του.
Ο Ιάσων Κλεάνδρου δεν υπήρξε. Είναι φανταστικό πρόσωπο και το όνομά του, πιθανώς, με πολλή προσοχή καασκευασμένο ( Ιάσων, ιάομαι=θεραπεύω. Κλεάνδρου < κλέος+ἀνήρ) Η Κομμαγηνή, ένα μικρό κρατίδιο στη Συρία, σε παρακμή, αφού 40 χρόνια αργότερα (638) θα κατακτηθεί από τους Άραβες, μόνο ως σύμβολο φθοράς εξυπηρετεί. Ίσως γι' αυτό και το
595μ.Χ, αφού τίποτ' άλλο δε συνέβη τότε. Ίσως και γιατί η χρονολογία περιλαμβάνει την ηλικία του ίδιου του Καβάφη, όταν έγραφε το ποίημα ( 55 χρονών το 1918)

Τι μένει απ' τον τίτλο; "Μελαγχολία ποιητού" Αυτό το τετριμμένο, το πολυχρησιμοποιημένο από/για τους ποιητές συναίσθημα, η μελαγχολία, αποκτάει άλλη διάσταση καθώς εντάσσεται σ' αυτό το ψευδοϊστορικό πλαίσιο. Το ανύπαρκτο πρόσωπο της ιστορίας, ο Ιάσων Κλεάνδρου, γίνεται το προσωπείο του Καβάφη, του... ποιητού εν Αλεξανδρεία, 1918 μ.Χ…



Και γιατί αυτό; Τι κερδίζει το ποίημα έτσι;
--Τα συναισθήματα του ποιητή έτσι αποκτούν τη διάσταση του καθολικού και διαχρονικού βιώματος [Γιατί;]
--Δίνεται η ευκαιρία στον ποιητή να μιλήσει με προσωπείο, άρα με ελευθερία.
-- Κερδίζει σε αντικειμενικότητα, αληθοφάνεια, πειστικότητα. [Γιατί;]


Ας πάμε στο ποίημα, ας το διαβάσουμε πάλι προσεκτικά.
Ποιο είναι το θέμα του; Δε δηλώνεται από την αρχή; Δεν επαναλαμβάνεται η λέξη "πληγή" που προσδιορίζει το γήρασμα τρεις φορές στο ποίημα; Δεν επαναλαμβάνεται το θέμα και στην αρχή της δεύτερης στροφής;
Πληγώνει, λοιπόν, το γήρασμα, φριχτά. Ο χρόνος, σα μαχαίρι, φριχτά μας πληγώνει, μας φθείρει. Θλιβερή, απόλυτη διαπίστωση: "Δεν έχω εγκαρτέρησι καμιά." Ένας στίχος, τέσσερις λέξεις, η πρώτη κι η τελευταία αρνητικές. Πλήρης αδυναμία αυτοπαρηγοριάς.
Κι εκεί η Ποίηση, η Τέχνη της Ποιήσεως. Με κεφαλαία, προσωποποιημένη, σα φίλη, σα σύντροφος. Την οποία ικετεύει ο ποιητής να…
...τι; Έχει δίκιο το σχολικό βιβλίο που ισχυρίζεται ότι ο ποιητής ικετεύει την ποίηση να θεραπέυσει τα σημάδια του χρόνου ( σελ.67); Θεραπεία επιδιώκει ο ποιητής; Ή μήπως την πρόσκαιρη ανακούφιση, τη νάρκωση; Βρείτε 4 λέξεις/διατυπώσεις με τις οποίες μπορείτε να στηρίξετε μιαν απάντηση σ' αυτό το ερώτημα.

Και με τι θα επιχειρήσει η Ποίηση να ναρκώσει το άλγος, τον πόνο από το γήρασμα; Ποια είναι τα φάρμακά της; Και ποια τα μέσα της;

Λοιπόν, ποια η προσφορά της ποίησης στο ποίημα αυτό; Ποιος ο ρόλος της; Αλλά και ποια η στάση απέναντι στη φυσική φθορά που φέρνει ο χρόνος;

Τα εκφραστικά μέσα τα βρήκατε; Βρήκατε την υπαλλαγή, τις μεταφορές, τις προσωποποιήσεις, το υπερβατό, τις επαναλήψεις, την ποιητική αποστροφή;

Διαβάστε με προσοχή τις υποσημειώσεις του βιβλίου (σελ.66), καθώς και το σχόλιο της σελ. 67.
Απαντήστε στις ερωτήσεις του ΚΕΕ: 1) Το ποίημα αποτελείται από δύο δυσανάλογες ως προς το μέγεθος στροφές. Ποιο είναι το περιεχόμενό τους και πώς συνδέονται μεταξύ τους; 2) Γιατί νομίζετε ότι χαρακτηρίζονται τα φάρμακα της ποίησης ως δοκιμές;

Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2009

Αναπλήρωση-7 Πρώτη γνωριμία με την ποίηση του Κ.Π.Καβάφη



Πώς ξεκινάμε να διδάσκουμε Καβάφη;

Δεν ξεκινάμε.
Διαβάζουμε. Ακούμε. Αφήνουμε τα ποιήματα να μας μιλήσουν.
Αν. Και όσο.
Και μετά, αν θέλουμε, μιλάμε εμείς μ' αυτά.

1. Κεριά
Του μέλλοντος οι μέρες στέκοντ' εμπροστά μας
σα μιά σειρά κεράκια αναμένα -
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.
Οι περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβησμένων•
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λιωμένα, και κυρτά.
Δεν θέλω να τα βλέπω• με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κυττάζω τ' αναμένα μου κεριά.
Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.






2. Ο γέρος
Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος
σκυμένος στο τραπέζι κάθετ' ένας γέρος•
με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά.
Και μες στων άθλιων γηρατειών την καταφρόνεια
σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια
που είχε και δύναμι, και λόγο, κ' εμορφιά.
Ξέρει που γέρασε πολύ• το νοιώθει, το κυττάζει.
Κ' εν τούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει
σαν χθές. Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό.
Και συλλογιέται η Φρόνησις πώς τον εγέλα•
και πώς την εμπιστεύονταν πάντα - τι τρέλλα! -
την ψεύτρα που έλεγε• «Αύριο. Εχεις πολύν καιρό.»
Θυμάται ορμές που βάσταγε• και πόση
χαρά θυσίαζε. Την άμυαλή του γνώσι
κάθ' ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει.
... Μα απ' το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται
ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται
στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι.





Ο γέρος, του Καβάφη,
τραγουδισμένος στα καταλανικά
από το Lluis Llach


3. Η πόλις
Είπες "Θα πάγω σ΄άλλη γη, θα πἀγω σ΄άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή.
Κάθε προσπάθειά μου μιά καταδίκη είναι γραφτή
κ΄είν η καρδιά μου - σαν νεκρός - θαμένη.
Ο νους μου ως πότε μες τον μαρασμόν αυτόν θα μένει.
Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δώ
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα".


Καινούριους τόπους δέν θα βρείς, δέν θάβρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ΄ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλoύ - μή ελπίζεις -
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ΄όλην την γη την χάλασες.










4. Επιθυμίες

Σαν σώματα ωραία νεκρών που δεν εγέρασαν
και τάκλεισαν, με δάκρυα, σε μαυσωλείο λαμπρό,
με ρόδα στο κεφάλι και στα πόδια γιασεμιά —
έτσ’ η επιθυμίες μοιάζουν που επέρασαν
χωρίς να εκπληρωθούν• χωρίς ν’ αξιωθεί καμιά
της ηδονής μια νύχτα, ή ένα πρωί της φεγγερό.


φωτ. από horseman.pblogs.gr



5. Θερμοπύλες


Τιμή σ’ εκείνους όπου στην ζωή των
ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες.
Ποτέ από το χρέος μη κινούντες•
δίκαιοι κ’ ίσιοι σ’ όλες των τες πράξεις,
αλλά με λύπη κιόλας κ’ ευσπλαχνία•
γενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι, κι όταν
είναι πτωχοί, πάλ’ εις μικρόν γενναίοι,
πάλι συντρέχοντες όσο μπορούνε•
πάντοτε την αλήθεια ομιλούντες,
πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους.

Και περισσότερη τιμή τούς πρέπει
όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν)
πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος,
κ’ οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε.

6. Che fèce…il gran rifiuto


Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι
να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τόχει
έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα

πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.
Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Aν ρωτιούνταν πάλι,
όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει
εκείνο τ’ όχι — το σωστό — εις όλην την ζωή του.


Ποιες οι πρώτες εντυπώσεις; Τι σας άρεσε;
Αν σας έλεγε κάποιος να αναφέρετε κάποια χαρακτηριστικά της ποίησης του Κ.Π.Καβάφη, τι θα αναφέρατε;
Εργασία γραπτή δε θα έχουμε. Μπορείτε, μέχρι την επόμενη ανάρτηση να βρείτε στοιχεία για τον ποιητή ( μπορείτε να ξεκινήσετε κι από 'δω: http://logotexniakatefthinsis.blogspot.com/search/label/%CE%9A%CE%B1%CE%B2%CE%AC%CF%86%CE%B7%CF%82%20-%20%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%B1%CF%80%CE%BF%CE%BC%CF%80%CE%AD%CF%82)
Καλό σας σαββατοκύριακο

Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2009

Αναπλήρωση-6 Ποιήματα για την ποίηση. Εισαγωγή.

Στον Άρη, τη Στέφη, τη Μαρία, την Ελένη, το Μάνο, για την προχτεσινή κουβέντα που είχαμε.

Πώς αντιλαμβάνονται οι ποιητές την τέχνη τους; Το ρόλο της ποίησης; Τη θέση της στον κόσμο και τη ζωή;
Αυτά τα ερωτήματα απασχολούν την ενότητα του βιβλίου μας "ποιήματα για την ποίηση" (σελ. 53) και φέτος στην ύλη μας πέντε ποιήματα προσεγγίζουν, από τη δική του οπτική γωνία το καθένα, το θέμα αυτό:
1)Κωνσταντίνου Π. Καβάφη, «Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου ποιητού εν Κομμαγηνή 595 μ.Χ.»
2) Μαρίας Πολυδούρη, «Μόνο γιατί με αγάπησες»
3) Νίκου Εγγονόπουλου, «Ποίηση 1948»
4)Μανόλη Αναγνωστάκη, «Στο Νίκο Ε… 1949»
5) Γιώργης Παυλόπουλος, «Τα Αντικλείδια»

Αυτός ο διάλογος των ποιητών με την ποίηση είναι απίστευτο πόσο εκτεταμένος είναι. Και είναι (και) αυτή η ποικιλία των διαφορετικών προσεγγίσεων που κάνει το θέμα τόσο ενδιαφέρον.

Για τη σημερινή αναπλήρωση, καλά είναι να ξεκινήσετε από τις σελίδες 57-8, όπου τοποθετείται το θέμα κι ο βασικός προβληματισμός της ενότητας.


Συμπληρωματικά, μπορείτε να δείτε τις σελίδες 304-308, οι οποίες, πάντως, δε μας δίνουν υλικό ιδιαίτερα χρήσιμο για τις εξετάσεις. ( Όχι, Κατερίνα, δε χρειάζεται να τις μάθετε :-) )
Από 'κει και πέρα, υπάρχουν πολλά "παράλληλα ποιήματα" στις σελίδες 310 - 322, τα οποία διαβάστε τα μόνο αν μπορείτε να τα απολαύσετε. Εγώ εδώ επιλέγω να διαβάσουμε κάποια λίγα που ελπίζω πως σε πολλούς θα αρέσουν - και που, βέβαια, προσεγγίζουν το ίδιο θέμα. Για να δούμε:


1. Αν δε μου 'δινες την ποίηση Κύριε
( Νικηφόρος Βρεττάκος)

Ἂν δὲ μούδινες τὴν ποίηση, Κύριε, δὲ θάχα τίποτα γιὰ νὰ ζήσω.
Αὐτὰ τὰ χωράφια δὲ θάταν δικά μου.
Ἐνῷ τώρα εὐτύχησα νἄχω μηλιές,
νὰ πετάξουνε κλώνους οἱ πέτρες μου,
νὰ γιομίσουν οἱ φοῦχτες μου ἥλιο,
ἡ ἔρημός μου λαό,
τὰ περιβόλια μου ἀηδόνια.

Λοιπόν; Πῶς σου φαίνονται; Εἶδες
τὰ στάχυά μου, Κύριε; Εἶδες τ' ἀμπέλια μου;
Εἶδες τί ὄμορφα ποὺ πέφτει τὸ φῶς
στὶς γαλήνιες κοιλάδες μου;
Κι' ἔχω ἀκόμη καιρό!
Δὲν ξεχέρσωσα ὅλο τὸ χῶρο μου, Κύριε.
Μ' ἀνασκάφτει ὁ πόνος μου κι' ὁ κλῆρος μου μεγαλώνει.
Ἀσωτεύω τὸ γέλιο μου σὰν ψωμὶ ποὺ μοιράζεται.
Ωστόσο,
Δὲν ξοδεύω τὸν ἥλιό σου ἄδικα.
Δὲν πετῶ οὔτε ψίχουλο ἀπ' ὅ,τι μοῦ δίνεις.
Γιατί σκέφτομαι τὴν ἐρμιὰ καὶ τὶς κατεβασιὲς τοῦ χειμῶνα.
Γιατί θἄρθει τὸ βράδι μου. Γιατί φτάνει ὅπου νἆναι
τὸ βράδι μου, Κύριε, καὶ πρέπει
νἄχω κάμει πρὶν φύγω τὴν καλύβα μου ἐκκλησιὰ
γιὰ τοὺς τσοπάνηδες τῆς ἀγάπης.


2. Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει… ( Γιώργος Σαραντάρης)


Δὲν εἴμαστε ποιητὲς σημαίνει φεύγουμε
Σημαίνει ἐγκαταλείπουμε τὸν ἀγῶνα
Παρατᾶμε τὴ χαρὰ στοὺς ἀνίδεους
Τὶς γυναῖκες στὰ φιλιὰ τοῦ ἀνέμου
Καὶ στὴ σκόνη τοῦ καιροῦ

Σημαίνει πὼς φοβούμαστε
Καὶ ἡ ζωή μᾶς ἔγινε ξένη
Ὁ θάνατος βραχνὰς.


3. Η ποίηση δε μας αλλάζει ( Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου)



Η Ποίηση δεν μας αλλάζει τη ζωή
το ίδιο σφίξιμο,ο κόμπος της βροχής
η καταχνιά της πόλης σα βραδιάζει

Δε σταματά τη σήψη που προχώρησε
δε θεραπεύει τα παλιά μας λάθη

Η Ποίηση καθυστερεί τη μεταμόρφωση
κάνει πιο δύσκολη την καθημερινή μας πράξη


4. Η ποίηση ( Νίκος Καρούζος)
Κάτι παράξενο συμβαίνει στο δωμάτιό μου
σαν πέσει η νύχτα.
Ένα πουλί ολάξαφνο
με φτερουγίσματα που μαχαιρώνουν τον αέρα
εισορμά κι ύστερα πάλι ησυχία επικρατεί.
Ποτέ μου δεν ετόλμησα το φως ν’ ανοίξω
και πάντα λέω τι να ’ναι το ολάξαφνο πουλί
τι πτέρωμα να έχει
πώς άραγε να συγκινεί η μορφή του…
Πάντως όταν ξυπνώ με της αυγής το σκούντημα
δεν είμαι παρά μόνος στο δωμάτιο
σωματικά στερεωμένος απ’ τον ύπνο
πιο γνώριμος του θανάτου από χτες
ενώ η ψυχή προσμένει
το καινούργιο μήνυμα του ήλιου
όπως πάντα.
Όμως
τι να ’ναι το πουλί που ξαφνικά
σαν ερχομός πνοής μέσα στο πνεύμα
σφάζει την ησυχία του δωματίου μου
και το αισθάνομαι κοντά μου;
Ποτέ νομίζω δεν θα μάθω
και ίσως να είναι το πουλί αυτό,
όλο το μυστικό εδώ πέρα.

5. Αrs poetica ( Αναστάσης Βιστωνίτης)

Το ποίημα δεν είναι σαν τα φύλλα που ο άνεμος σέρνει στους δρόμους.
Δεν είναι η ακίνητη θάλασσα,το αραγμένο καράβι.
Δεν είναι ο γαλάζιος ουρανός
και η καθαρή ατμόσφαιρα.

Το ποίημα είναι ένα καρφί
στην καρδιά του κόσμου.
Ένα φωτεινό μαχαίρι
μπηγμένο κάθετα στις πόλεις.
Το ποίημα είναι σπαραγμός.
Κομμάτι γυαλιστερό μέταλλο,
πάγος, σκοτεινή πληγή,
το ποίημα είναι σκληρό- πολυεδρικό διαμάντι.
Συμπαγές - λαξευμένο μάρμαρο.
Ορμητικό - Ασιατικός ποταμός.

Το ποίημα δεν είναι φωνή,
πέρασμα πουλιού.
Είναι πυροβολισμός
στον ορίζοντα και την ιστορία.
Το ποίημα δεν είναι άνθος που μαραίνεται.
Είναι βαλσαμωμένος πόνος.

6. Ποιητική ( Γιώργος Γεραλής)

Όπως στον έρωτα.
Απλά και με ένταση
Τα άλλα, για τους δυστυχισμένους.



Πώς σας φάνηκαν Ποιο σας άρεσε; Ποιο ποίημα; Ποιος στίχος;
Εσείς ποιος θα λέγατε πως είναι ο ρόλος της ποίησης στον κόσμο;

Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2009

Αναπλήρωση-5 Ο Νικήτας Παρίσης για την αυτοβιογραφικότητα στον Παπαδιαμάντη και μια συνολική εκτίμηση



Συζητώντας στην προηγούμενη ανάρτηση για την αυτοβιογραφικότητα του διηγήματος και αποχαιρετώντας προσωρινά το ξέγνοιαστο βοσκόπουλο και το μαραζωμένο δικηγόρο, ας παραθέσουμε ένα απόσπασμα του Νικήτα Παρίση από το βιβλίο του "Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης Τρία διηγήματα - αναζήτηση της αφηγηματικής πλοκής" (εκδ. Πατάκη), βιβλίο που αφιερώνει 41 καλές του σελίδες στο " Όνειρο στο κύμα" και που καλό θα ήταν όλοι να του ρίξετε μια ματιά ( Έχουμε φροντίσει και υπάρχει και στη σχολική βιβλιοθήκη).

Στο απόσπασμα που παραθέτουμε, στις καταληκτικές παραγράφους της μελέτης του, ο Νικήτας Παρίσης περνώντας από το θέμα της αυτοβιογραφικότητας του διηγήματος, καταλήγει σε μια συνολικότερη εκτίμηση γι' αυτό:

"Ο μύθος στο "Όνειρο στο κύμα", όσα στοιχεία μυθοπλασίας και έντεχνης απόκρυψης κι αν περιέχει, δεν παύει να είναι και αυτοβιογραφικά απολογιστικός· όχι τόσο στις λεπτομέρειες και τη ροή συγκεκριμένων περιστατικών, όσο, κυρίως, στον τρόπο σκιαγράφησης του προσώπου του αφηγητή. Εξίσου βαρύνοντα είναι και τα στοιχεία της ευρύτερης αφηγηματικής λογικής, της γενικότερης ιδεολογίας, της συγκεκριμένης βιοθεωρίας και των επιμέρους απόψεων που ο αφηγητής εκφράζει.
Όταν λησμονηθούν λεπτομέρειες και κρατηθεί στη μνήμη η ευρύτερη αφηγηματική ιδεολογία, τι διαφαίνεται και τι αποκαλύπτεται, τελικά, μέσα από αυτή την απολογιστική αυτοβιογραφία; Απογοήτευση, μεταμέλεια, ηττημένη διάθεση, αίσθηση αποτυχίας, έλλειψη προσαρμογής στις πρακτικές μέριμνες του βίου, απουσία αυθεντικής ζωής, ρομαντική νοσταλγία; ή, μήπως, αργοπορημένη συνειδητοποίηση ότι η ζωή πήρε λάθος δρόμο και τώρα, αργά πια, τα πράγματα δε μεταστρέφονται; Συγκεκριμένα κειμενικά στοιχεία, ως καθοδηγητικά σήματα, βεβαιώνουν, άλλοτε περισσότερο άλλοτε χαλαρότερα, αυτές τις ενδεχόμενες και πολλαπλές ερμηνευτικές εκδοχές. Είτε αθροιστικά και στο σύνολό τους είτε μερικώς και μεμονωμένα τις αποδεχτεί κανείς, η ουσία των πραγμάτων δεν αλλάζει: ο Παπαδιαμάντης, σ' ένα από τα κορυφαία του έργα, είτε αυτοβιογραφούμενος είτε στοχαζόμενος απολογιστικά πάνω στ' ανθρώπινα και, κυρίως, την προσωπική του μοίρα, άφησε έντονα τα ίχνη της ψυχικής του ιδιαιτερότητας και ορατά τα σημάδια μιας χαρακτηριστικής εσωτερικής διάστασης: τι ήθελε ο ίδιος για τη ζωή του και τι, τελικά, γεύτηκε".


Και μια συμπληρωματική εκτίμηση για το έργο, από τη σελίδα 13 του ίδιου βιβλίου:
"Το "όνειρο στο κύμα" εύκολα θα το κατέτασσα στη λογοτεχνία της απουσίας, της ψυχικής ένδειας και της στέρησης. Η απουσία και η στέρηση ως βασανισμός ψυχής ή, ακόμα, και ως μια πάγια αντίληψη: ότι δηλαδή η ποίηση, η ονειρική στιγμή, αυτό που απλά το λέμε ευτυχία, περνούν από τη ζωή μας ως μια φευγαλέα στιγμή· μετά γίνονται μνήμη, απουσία, ένδεια και στέρηση· κάτι που μόνο το θυμόμαστε".
( Αυτή την τελευταία άποψη ας τη θυμηθούμε κι από αύριο που θα μπούμε στο θέμα της θέσης της ποίησης, στο πώς η ίδια η ποίηση βλέπει την ποίηση, πώς οι ποιητές ορίζουν -με χίλιους τρόπους, αλήθεια - την τέχνη τους.)

ΕΡΓΑΣΙΑ: Επιχειρήστε σε 2-3 παραγράφους, να κάνετε μια συνολική εκτίμηση του διηγήματος "Όνειρο στο κύμα" ( επιλέγοντας ως κέντρο βάρους ό, τι θέλετε-πχ, τον προβληματισμό του συγγραφέα, κάποιο από τα βασικά διλήμματα που τίθενται, τις αφηγηματικές τεχνικές και επιλογές, την ατμόσφαιρα, τη γλώσσα, ιδεολογικά ή αισθητικά στοιχεία. Το κείμενο της σημερινής ανάρτησης μπορεί να αποτελέσει ένα δείγμα ).

----Οι απαντήσεις στα σχόλια, με mail, ακόμα και σαρωμένες (σκαναρισμένες…) σε χαρτί που τις στέλνετε ηλεκτρονικά.

Καλή δουλειά και προετοιμαστείτε, από αύριο, για ποίηση!

Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2009

δια την αντιγραφήν


"δια την αντιγραφήν".
Μπα; Δεν ανήκει στα αυτοβιογραφικά το διήγημα, όπως ρητά μας αναφέρει το βιβλίο μας στην εισαγωγή της σελίδας 159;
Ανήκει. Το είδαμε και αναλυτικά το θέμα της αυτοβιογραφικότητας στην ανάρτηση της 9ης -11 - 2009: http://logotexniakatefthinsis.blogspot.com/2009/11/blog-post_5985.html

Τότε; Τι σημαίνει το "δια την αντιγραφήν";

Σημαίνει ότι αποποιείται την πατρότητα της ιστορίας, ότι δηλώνει πως δεν είναι αυτοβιογραφική, δεν είναι βίωμά του. Ότι αυτή την ιστορία την αντέγραψε όπως ακριβώς του την είπε κάποιος. Γι' αυτό, εκτός από το "δια την αντιγραφήν", τοποθετεί όλο το διήγημα μέσα σε εισαγωγικά, δείχνοντας έτσι πως έχει αποτυπώσει την ιστορία του άλλου αυτολεξεί. Πιθανώς στην ίδια κατεύθυνση να λειτουργούν και τα στοιχεία του αφηγητή που δε συμπίπτουν με αυτά του βιογραφικού του συγγραφέα. (Η νομική σχολή, το δίπλωμα δικηγόρου, η άσκηση του συγκεκριμένου επαγγέλματος, οι δύο ιερατικές σχολές κα). Δηλώνει, λοιπόν, πως η ιστορία δεν είναι μια δική του ιστορία….

…την ίδια στιγμή που στο κείμενο πολλά άλλα στοιχεία "φωνάζουν" ότι είναι αυτοβιογραφικά!

Κρύβει, λοιπόν, το πρόσωπό του πίσω από ένα άλλο, πλαστό πρόσωπο, για να αφηγηθεί μια δικιά του ιστορία. Αυτό ακριβώς λέγεται πλαστοπροσωπία: Να δημιουργεί ο συγγραφέας ένα εντελώς πλαστό πρόσωπο, το οποίο στο έργο αναλαμβάνει τους ρόλους του αφηγητή αλλά και του πρωταγωνιστή, που υποτίθεται ότι έζησε πραγματικά όλα τα γεγονότα που αφηγείται. ( Κάτι ανάλογο θα δούμε και στο ποίημα του Καβάφη που είναι στην ύλη μας και θα κάνουμε σε λίγες μέρες).

Οι λόγοι που το κάνει αυτό μπορεί να είναι ποικίλοι. Το κείμενο φαίνεται να αποκτάει περισσότερη αμεσότητα, γιατί έχει το βάρος μιας μαρτυρίας καταγεγραμμένης αυτολοξεί, αλλά και αντικειμενικότητα, καθώς είναι μια ιστορία άλλη, άλλου, που ο συγγραφέας απλώς επιλέγει να τη δημοσιοποιήσει. Ή, ακόμα, μπορεί ο συγγραφέας να μη θέλει να δεχτεί την έκθεση τόσο πηγαίων προσωπικών - και δη ερωτικών - συναισθημάτων.

Κι επειδή αυτά τα σοφά που σας λέω τα έχουν πει πολλοί άλλοι ακόμα, επιλέγω κάποια αποσπάσματα από μια πρόχειρη έρευνα και σας τα παραθέτω:

" Κι αν ακόμη παραβλέψουμε τη φράση μέσα σε παρένθεση στο τέλος της αφήγησης «Δια την αντιγραφήν», με την οποία ο συγγραφέας υπογράφει το διήγημά του επιχειρώντας να εξασφαλίσει ένα άλλοθι ταυτότητας (άλλοθι που αναζητά και στη «Φαρμακολύτρια» ή στο «Αμαρτίας φάντασμα»), δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το γεγονός ότι πίσω από κάθε σκέψη κι ενέργεια του ήρωα αναγνωρίζουμε τον ίδιο το συγγραφέα που μεταμορφώνεται άλλοτε σε κριτή κι άλλοτε σε θύμα του έρωτα".
Ειρήνη Σκούρα

"Εξαιτίας, ωστόσο, του τολμηρού θέματος του διηγήματος, της έμφυτης κοινωνικής συστολής και της παιδείας του, μιας παιδείας ασύμβατης με τις σωματικές απολαύσεις, ο Παπαδιαμάντης αποποιείται την ταύτισή του με τον ήρωα. Γι΄ αυτόν άλλωστε, το λόγο και ολόκληρο το διήγημα βρίσκεται μέσα σε εισαγωγικά, ώστε ο αναγνώστης να σχηματίσει την εντύπωση πως μεταφέρονται ξένες εμπειρίες. Ολοκληρώνει μάλιστα την αφήγησή του με τη φράση «δια την αντιγραφήν» υπογράφοντας ως υπεύθυνος την αντιγραφής ενός ξένου βιώματος, θέλοντας να αναιρέσει τον «απομνημονευματικό» χαρακτήρα του διηγήματος (τεχνική πλαστοπροσωπίας)".
( Φροντ. Πολύτροπο)

"Είναι η μεταφορά της αφήγησης άλλου προσώπου, την οποία ο συγγραφέας αποδέχεται και τον αγγίζει. Μπορεί όμως και να δημιουργεί ένα πλαστό πρόσωπο με παραποίηση κάποιων στοιχείων, ώστε να προσδίδεται αντικειμενικότητα, αφού τα γεγονότα παρουσιάζονται από την οπτική γωνιά του".
Αθ. Παπαστεργίου

"Ο Παπαδιαμάντης δήλωνε αντιγραφέας κάποιων διηγημάτων του βάζοντας σε παρένθεση στο τέλος τους τη φράση (διά την αντιγραφήν), προσπαθώντας έτσι να ακυρώσει κάπως τον αυτοβιογραφικό τους χαρακτήρα".
Δ. Τζιόβας

" Ο Παπαδιαμάντης αποποιείται την πατρότητα του κειμένου και αυτή
του η πρόθεση προκύπτει και αποκαλύπτεται από τα εξής στοιχεία του
αποσπάσματος: Στο τέλος του αποσπάσματος (άρα και στο τέλος του
διηγήματος, εφόσον το απόσπασμα αυτό περιλαμβάνει τις δυο τελευταίες
ενότητες του διηγήματος) κλείνουν τα εισαγωγικά που είχαν ανοίξει στην
αρχή του διηγήματος. Έτσι, δηλώνει ο συγγραφέας ότι μετέφερε στο χαρτί
αυτολεξεί ολόκληρη την ιστορία που του αφηγήθηκε κάποιος τρίτος. Αυτός
ο τρίτος είναι ο πραγματικός αφηγητής και ο πρωταγωνιστής της ιστορίας.
Ο Παπαδιαμάντης, όπως είπαμε, απλά κατέγραψε την ιστορία. Για την
πιστότητα και την ακρίβεια της μεταφοράς των λόγων του αφηγητή
μάλιστα, «εφευρίσκει» έναν πρωτότυπο τρόπο: θέτει την υπογραφή του
(Α. ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ), κάτω – μάλιστα – από τη γνωστή γραφειοκρατική
φράση «Διά τήν αντιγραφήν», σα να είναι και αυτός ένας υπάλληλος
γραφείου, όπως και ο πραγματικός αφηγητής ήταν υπάλληλος δικηγορικού
γραφείου. Αυτός βέβαια είναι ένας έντεχνος τρόπος να κρύψει το δικό του
πρόσωπο πίσω από κάποιο τρίτο, πλαστό, υποθετικό, φανταστικό
πρόσωπο, για να αφηγηθεί μία ιστορία ουσιαστικά δική του
(πλαστοπροσωπία). Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι ο συγγραφέας
(Παπαδιαμάντης) έχει βιώσει ακριβώς τα ίδια γεγονότα που αφηγείται".
Σαββαΐδης

Αυτά λέει η θεωρία. Τώρα γιατί εγώ, πολύ πριν διαβάσω τις θεωρίες, όταν τύχαινε να συναντάω αυτή τη φράση κάτω από κάποια (συνήθως) διηγήματα αισθανόμουνα ότι ο συγγραφέας μού έκλεινε το μάτι διαβεβαιώνοντάς "εγώ, εγώ την έγραψα!", θα σας γελάσω.

Ελπίζοντας πως δεν κουραστήκατε από τα ίδια και τα ίδια, καλό σας απόγεμα.

Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2009

Αναπλήρωση 4 Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη " Έρως - ήρως"


Η σημερινή 4η αναπλήρωση - λόγω της επετείου του Πολυτεχνείου - μπορεί να γίνει με την τελευταία ερώτηση που προτείνει το ΚΕΕ:

" Βρίσκετε κάποια νοηματική σχέση ανάμεσα στην ψυχική διάθεση του ήρωα του διηγήματος Όνειρο στο κύμα και στη φράση - κατακλείδα του διηγήματος Έρως-ήρως: «Κατέστειλε το πάθος, επραΰνθη, κατενύγη, έκλαυσε κι εφάνη ήρως εις τον έρωτά του - έρωτα χριστιανικόν, αγνόν, ανοχής και φιλανθρωπίας»; Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας. "

Παρόλο που προέρχεται η φράση από άλλο κείμενο, μπορεί να θεωρηθεί άσκηση όχι παραλλήλου κειμένου, αλλά κατανόησης του δικού μας. Επιχειρήστε να την απαντήσετε, λοιπόν, προσέχοντας να βρείτε στο κείμενο στοιχεία που αντιστοιχούν σ' αυτά που η φράση του διηγήματος "Έρως - ήρως" αναφέρει.

Τώρα, αν έχετε διάθεση και χρόνο να διαβάσετε το διήγημα, με την ησυχία σας. Εδώ δεν έχουμε ένα βοσκόπουλο που υποφέρει από έρωτα, αλλά ένα νεαρό της θάλασσας που πολύ βασανίζεται από τον ίδιο τύραννο...΄

Καλήν ανάγνωση!

Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
Έρως - ήρως

Η βάρκα αραγμένη στην ακρογιαλιάν, η μπαρούμα δεμένη έξω εις ένα βράχον, δίπλα εις την άμμον του Χειμαδιού, παραπέρα από το Μικρό Μουράγιο της Πιάτσας, κάτω από τον βραχώδη κρημνόν του Πανωμαχαλά.
Και ο μικρός ναύτης, ο Γιωργής της Μπούρμπαινας, εξαπλωμένος επάνω εις την πρύμνην, με μίαν βελέντζαν τυλιγμένος, βωβός, ακίνητος, με ανοικτά τα όμματα, σπινθηρίζοντα εις το σκότος, ωμοίαζε με τον δράκον του παραμυθιού κατά τούτο, ότι εκοιμάτο με ανοικτόν το όμμα.
Δεν εξήρχετο στεναγμός ούτε πνοή από το στόμα του. Το στήθος του δεν εκολπούτο. Θα έλεγες ότι ανέπνεε προς τα έσω, ότι έζη μόνον ζωήν ενδόμυχον.
Είχαν περάσει τα μεσάνυκτα προ πολλού. Ολίγα φώτα εφαίνοντο ακόμη λάμποντα αμυδρώς εις τους φεγγίτας των οικιών, ολόγυρα, σιμά εις την ακρογιαλιάν. Γαλήνιος η θάλασσα εκοιμάτο, και μόνον εις την ακροπελαγιάν ως ρογχάλισμά της ερρόχθει, εφλοίσβιζε μελαγχολικώς φωσφορίζον το κύμα. Και η βάρκα ελικνίζετο ελαφρά, ως διά της απαλωτέρας μητρικής θωπείας. Και ο φωσφορισμός του κύματος απήντα εις τον σπινθηρισμόν του όμματος του ναύτου. Ήτο καρφωμένον, εμπηγμένον ατενώς το όμμα του εις εν σημείον, εις μιαν οικίαν, υψηλά, όχι μακράν, επάνω από τους βράχους. Ανοικτά ήσαν τα παράθυρα, αι ύαλοι κλεισμέναι, φως μέγα έφεγγεν εις τας υάλους. Και έβλεπες συχνά εις το φως εκείνο σκιάς κινουμένας, φεύγουσας εικόνας, πρόσωπα και ινδάλματα. Ο μικρός ναύτης εκοίταζεν απλήστως, και δεν ανέπνεεν ούτε εμορμύριζεν.
Ήκουε μετά πολλούς άλλους κρότους και ήχους και μετά ύπνους και όνειρα και νευρικούς τιναγμούς, ήκουε πότε-πότε σιγώντα και πάλιν θορυβούντα διά μακρών βιολιά, λαγούτα, λαλούμενα. Και ενωτίζετο ρυθμικόν κρότον χορού, και ενηχείτο άσματα και εκδηλώσεις χαράς και ευθυμίας. Και όλα του εφαίνοντο ασυνάρτητα, ακατάληπτα και βόμβος άναρθρος ήχει εις τα ώτα του. Δι αυτόν δεν υπήρχε πλέον άσμα ούτε φθόγγος ούτε ήχος, ικανός να εκφράση το τι υπέφερε.

** *

Του είχεν ειπεί αποβραδύς ο κυβερνήτης της βάρκας, ο καπετάν Κωνσταντής ο Σιγουράντσας:
— Αύριο, πρωί-πρωί, με το καλό, έχουμε ναύλο, θα τους κουβαλήσουμε πέρα· (έδειξε την συνοικίαν επάνω εις τον βράχον, και είτα έκαμε κυματοειδή κίνησιν της χειρός προς δυσμάς). Νά 'χης το νου σου.
— Ποιανούς θα κουβαλήσουμε; ηρώτησεν ο μικρός ναύτης.
— Δεν ξέρω τί ώρα θα ξεμπερδέψουνε, επανέλαβεν ο κυβερνήτης, δεικνύων επιμόνως την συνοικίαν. Μπορεί να μας σηκώσουν το ταχύ-ταχύ, πριν φέξη. Νά 'χης το νου σου.
— Ποιοι είναι πού θα μας σηκώσουν; ηρώτησε πάλιν ο Γιωργής.
— Καλά είναι να πλαγιάσης μες στη βάρκα. Θέλεις πάλι να πας στη γριά σου να κοιμηθής, πριν χαράξη, νά 'σαι στο πόδι, άμα βγη ο αστέρας. Τάχατες πως ντρέπεται η νύφη, κατάλαβες, να την καραβώσουνε, να κινήση απ' το χωρίο μέρα μεσημέρι. Νά 'χης το νου σου.
— Ποιά νύφη; ηρώτησε με χάσκον το στόμα ο Γιωργής.
Αλλ' ο Σιγουράντσας απήλθε, χωρίς ν' απαντήση.
Ο μικρός ναύτης δεν ήτο ενήμερος εις όλας τας ειδήσεις και εις όλα τα συμβάντα του χωρίου. Εταξίδευε δύο φοράς την εβδομάδα, μικρά ταξιδάκια, πότε κατά διμηνίαν έν μακρότερον, τα οποία όλα ο καραβοκύρης του, ο καπετάν Κωσταντής, περιέγραφε δι' επιρρημάτων ως εξής: Πότε πέρα, πότε αντίκρυ, πίσω, μέσα, πάνω, πότε κάτω. Μίαν φοράν, χαριζόμενος εις ένα χερσαίον, ευηρεστήθη να επεξηγήση τί εσήμαινον ταύτα. Ή πέρα, στα χωριά, ή αντίκρυ, στο Γριπονήσι, ή πίσω, στην Κεχρεά, ή μέσα, στη Στυλίδα, ή πάνω, στη Σαλονίκη, η κάτω, στον Πειραιά.
Ο Σιγουράντσας είχε κάμει πολλά ταξίδια, και πριν περάση στα χαρτιά κυβερνήτης με την φελούκαν αυτήν. Είχε φάγει την θάλασσαν με την φούχταν. Απέκτησε δύο ή τρεις βρατσέρας ιδικάς του, έπεσεν έξω ή εβούλιαξε και με τας τρεις, και τώρα ήτο μόνον διά τα “χαρτιά” καραβοκύρης. Η βάρκα αυτή, η Ελεούσα, όπως την ωνόμαζαν, ήτο κτήμα του Γιωργή του Μπούρμπα. Την είχεν αποκτήσει με τους κόπους του, όχι από κληρονομίαν, ούτε από στραβού διαβόλου, ούτε από κελεπούρι. Μικρός-μικρός, από τότε που εγύριζε ξυπόλυτός, μ' ένα βρακί αιωνίως ανασηκωμένον ως τα γόνατα, μ' ένα υποκάμισον έως τους αγκώνας ανασκουμπωμένον, κρατών μικρόν γάντζον με καλαμιάν, τον οποίον παρ ολίγον θα εχρειάζετο να μάθη ο ίδιος την γύφτικην τέχνην διά να τον κατασκευάση αφού επί εβδομάδας και μήνας επαρακαλούσε τον Γιαλαδρίτσαν, τον Γύφτον του ναυπηγείου, να του τον φτιάση, προσφέρων αυτός το σίδερον, το οποίον είχε κλέψει από τον πεσμένον έξω σκελετόν μιας σκούνας, και δεν τον έπειθε· τέλος, μετά πολλά, μίαν Κυριακήν πρωί, επέτυχε να τον εύρη ξεμέθυστον, και τον εκατάφερε να σφυρηλάτηση το σίδερον, αναλαβών αυτός να δουλεύη τας φύσας, και ούτω ηξιώθη ν' αποκτήση γάντζον· από τότε, λέγω, που εγύριζε με τον γάντζον του από ακρογιαλιάν εις ακρογιαλιάν, θαλασσωμένος μέχρι μηρών και βουβώνων, κυνηγών τα οχταπόδια, εβγάζων κοχύλια και σκουλήκια διά δολώματα, πηγαίνων ως μούτσος με όλες τες βάρκες και τες ψαροπούλες, από τότε είχεν αρχίσει να πιάνη λεπτά. Και εικοσαετής ήδη είχεν αποκτήσει την βάρκαν αυτήν με τον ιδρώτα του.
Αλλ' ο γραμματεύς του λιμεναρχείου του γ' παραλίου τμήματος δεν ηθέλησε να του δώση πασσάγιο ούτε δίπλωμα κυβερνήτου, λέγων ότι ήτο παραπολύ νέος δια να κυβερνά πλοίον, και φρονών ίσως ότι θα είχεν εξοδεύσει όλα όσα είχεν εις το ναυπηγείον, και ήτο ανάγκη να κάμη ολίγα ταξίδια, υπό άλλον κυβερνήτην, διά να του μείνουν τίποτε λεπτά.
Εν τοσούτω ο Σιγουράντζας είχε την έξιν του προστάσσειν, και εφέρετο προς τον Γιωργήν ως προς μούτσον, ή, αν θέλετε, μούστον, δηλαδή νέον ανάγκην έχοντα προστασίας και συμβουλών. Ο νέος τον ηνείχετο προς καιρόν, ελπίζων ότι τάχιστα θ' απέκτα “τας απαιτουμένας ναυτικάς γνώσεις” διά να λάβη δίπλωμα.
Χθες ακόμη, το Σάββατον, είχαν επαναπλεύσει από το τελευταίον ταξίδι, και σήμερον Κυριακήν, το βράδυ, ο κυβερνήτης έδιδεν εις τον Γιωργήν τας ατελείς εκείνας πληροφορίας και τας ασαφείς οδηγίας, ότι καλόν θα ήτο να διανυκτερεύση επί της λέμβου, διότι είχαν ναύλον, και πιθανόν ήτο ν' απέπλεον λίαν-λίαν πρωί, καθόσον “η νύφη εντρέπετο να μπαρκάρη μέρα μεσημέρι”. Ποία νύφη;

** *

Δεν ήτο ενήμερος εις τας ειδήσεις του χωρίου. Ήτο άνθρωπος της θαλάσσης και όχι της ξηράς. Αλλ' ήτο πιστός εις το καθήκον του.


Άμα ενύκτωσεν, εδείπνησε λιτώς με την μητέρα του, την γραίαν χήραν Μπούρμπαιναν, και με τα δύο μικρά παιδία της υπάνδρου αδελφής του, είτα εσηκώθη, εφόρεσε τα ναυτικά του, ήναψε το φαναράκι, εκαληνύκτισε την γραίαν μητέρα του, επήρε την ευχήν της, λέγων ότι θα κοιμηθή εις την βάρκαν, διότι θα έχουν ταξίδι αύριον το πρωί.
Η γραία ηθέλησε να του κάμη μερικές παρατηρήσεις, διατί να κοιμηθή εις την βάρκαν και όχι εις το σπίτι, αλλ' αυτός, μη γνωρίζων ποίας αφορμάς είχεν εκείνη, δεν έδωκε προσοχήν, ουδέ υπώπτευσε τίποτα. Επέμεινεν ότι ήτο καλύτερον να πλαγιάση εις την βάρκαν, και απήλθε.
Διευθύνθη εις τον βράχον του Πανωμαχαλά, κατέβη με ασφαλές βήμα, έφθασεν εις την ακρογιαλιάν, έσυρε την μπαρούμαν, το σχοινί της βάρκας, κ' επήδησε μέσα. Εκρέμασε το φανάρι από ένα σκαλμόν, προς τα έσω της λέμβου, έψαξε κάτωθεν της πλώρης, έβγαλε μίαν καπόταν, μίαν βελέντζαν κ' έν προσκέφαλον, εξεδύθη την καμιζόλαν του, έστρωσεν επάνω της πρύμνης, έκαμε τρεις σταυρούς προς ανατολάς, κ' εξηπλώθη επί του προχείρου στρώματος.
Απεκοιμήθη σκεπτόμενος τους αινιγματώδεις λόγους του καπετάν Κωνσταντή, του καραβοκύρη. Μετά πολλήν ώραν ανετινάχθη υπό σφοδρού κλονισμού κ' εξύπνησε. Τί ήτο;
Τουφεκιές, τρομπονιές. Φώτα και χαρές αντικρύ. Έπειτα πάλιν ύπνος, όνειρον, εγρήγορσις, πνίκτης, κακός εφιάλτης. Έπειτα φθόγγοι μελωδικοί και βιολιά και λαγούτα. Πού; Απέναντί του, άνωθεν του κρημνού, ύπερθεν του κατωφερούς βράχου, εις μίαν μικράν οικίαν. Τα παράθυρα κατάφωτα, και ζωή και κίνησις εκεί διακόπτουσα την ομαλήν ηρεμίαν και κρατούσα των μονοτόνων ψιθύρων της νυκτός. Τί συνέβαινεν;
Εφαίνετο να είναι οικογενειακή τις χαρά κ' εορτή. Κάτι ως γάμος.
Όταν είδε την οικίαν και την ανεγνώρισεν, ο νέος ησθάνθη μέσα, βαθιά είς τα σωθικά του, σπαραγμόν απερίγραπτον.
Υπανδρεύετο λοιπόν το Αρχοντώ; Αυτή τάχα ήτο εκείνη, περί ης ωμίλει ο Σιγουράντσας; Αυτή, η νύφη;

** *


Είχε μάθει προ ημερών ότι η μάννα της την επανδρολογούσε μ' ένα νοικοκύρην στεργιώτην, από κει πέραν απ' τα Εικοσιτέσσερα Χωριά. Πού τον ηύρε;
Τάχα δεν υπήρχαν γαμβροί εις την πατρίδα, εις το ωραίον χωρίον, το παραθαλάσσιον; Και δεν ήτο αυτός, είς μεταξύ όλων, καλός γαμβρός; Διατί εβιάζετο η μάννα της; Αλλά διατί να υποπτεύση ότι εκείνη, περί ης είχεν είπει ο Σιγουράντσας, ήτο αυτή, η εύμορφη κόρη; Από πού κι ως πού; Τάχα δεν υπήρχον άλλαι νύμφαι; Και διατί αυτή;
Διατί; Διότι ιδού, γάμος εγίνετο, καθ' όλα τα φαινόμενα, εκεί.
Δυνατόν να εγίνετο γάμος. Καμμία πτωχή εξαδέλφη της θα υπανδρεύετο εις δανεικόν σπίτι, εις το σπίτι της μητρός της Αρχόντως. Όχι, δεν ηδύνατο να το πιστεύση ότι ήτον αυτή.
Το Αρχοντώ είχε καιρόν. Ήτο σχεδόν ομήλιξ με αυτόν, ένα χρόνον μικροτέρα. Δεκαεννέα ετών. Αυτός την είχε γνωρίσει από μικρήν. Μαζί έπαιζαν. Εκείνη με τες κούκλες της, με τα νινιά και με τα προικιά της. Αυτός με τα καραβάκια του, τ' αρμίθια και τις απετουνιές του.
Εκείνη έπαιζε “τα συμπεθερικά” με δύο ή τρεις άλλας κορασίδας, οπού υπάνδρευαν τες κούκλες των κ' εψέλλιζαν χελιδονιστί η μία με την άλλην:
— Αχ, σ'μπεθερίτσα μ' πλιό, να φέρουμε πλιό τον μπακλαβά, πως καμαρών' η νύφη, σ'μπεθερίτσα μ' πλιό. Να κ' η τέμπλα με τα προικιά, νύφη, νύφη κι γαμπρός, σ'μπεθερίτσα μ' πλιό.
Κι αυτός απ' έξω από τον μικρόν αυλόγυρον ήκουε τους ψιθυρισμούς και τα κορασιώδη καμώματα, κ' εκολλούσε το μάτι του στην χαρασμίδα της πόρτας, διά να ιδή, οπού την είχαν μανδαλωμένην από μέσα, κλείσασαι αυτόν έξω, αι σκληραί και τρυφεραί και φίλαυτοι. Και άλλοτε η Αρχοντώ έπαιζεν ενώπιον του το “ανέβα μήλο - κατέβα κίτρο”, και αυτός έχασκε βλέπων, και εφλέγετο ν' αρπάξη με τα δόντια το πορτοκάλι, καθώς ανέβαινεν εις το ύψος και κατέβαινεν εις το λευκόν χεράκι της φιλοπαίγμονος μικράς.
Και άλλοτε πάλιν έπαιζαν οι δύο τους “τον δείχτην”, οπού ήτον μία απλή κόκκινη κλωστή, μεταβαλλομένη τεχνηέντως εις την χείρα της μικράς πότε εις πριόνι, πότε εις καράβι, πότε εις τραπέζι, πότε εις τυλιγάδι και εις αργαλειόν. Και πάλιν άλλοτε έπαιζαν, εκείνη με τα δύο χέρια της, αυτός με το έν δάχτυλον του, το “Δώ' μ' φωτίτσα — έλα παραπανίτσα”, οπότε, καθώς ανέβαινε με το δάκτυλόν του εις το τελευταίον σκαλοπάτι, το σκυλί, το οποίον ενήδρευεν από μέσα από τας δύο παλάμας της, οπού παρίστων οικίαν, και τα συνημμένα δάκτυλα της σκάλαν, τον έπιανε και τον εδάγκανε και τον εκυνηγούσε, γαύ! γαύ! Ώ της αθώας παιδιάς, οπού είναι κρίμα να μην είναι τις ακόμη παιδί διά να την παίξη!

** *

Και τώρα η μάννα της την επροξένευε, και την επανδρολογούσε, και ήθελε να την κάμη νοικοκυράν. Το είχεν ακούσει αυτός προ ημερών να ψιθυρίζεται εις την γειτονιάν, πλην η μάννα της ήτον πολύ κρυφοδάκωτη γυναίκα, και όσον και αν την εψάρευαν οι γειτόνισσες, δεν θα επρόδιδε ποτέ το μυστικόν της.
— Λόγια του κόσμου, γειτόνισσα. Πού έχω 'γω καιρό ακόμα! Εμένα το κορίτσι μ' δεν το επήραν τα χρόνια μπροστά, ας παντρευτούν οι μεγάλες δα! Του Κατερνιώ τ' Μπαρμπαγιάννη, κι του Μαριώ τς Κάλληνας, κι του Βάσω τς Χατζηγιώργινας, τί σ'νέριο τς έχει; Εμένα τ' Αρχοντώ μ' τώρα ακόμα άρχισε να κεντά τα προικιά τς.
Πολλοί οπού την ήκουαν να διαμαρτύρεται ούτω την επίστευαν, και αι γειτόνισσαι έμενον εν υποψία και δυσπιστία, αλλά χωρίς τεκμήριον ή βεβαιότητα, και μόνον ο Νταλντογιάννης, κατά το φαινόμενον απλοϊκός άνθρωπος, οπού εγύριζεν εις όλες τις γειτονιές κ' εκουβαλούσε εις τα σπίτια στάμνες με νερό προς μιαν δεκάραν την μιαν, εύρε φράσεις διά να ερμηνεύση τας υποψίας όλων:
— Μην την ακούτε, έτσι τα λέει. Απ' την περηφάνια τς, γιατί θα κάμη καλόν γαμπρό, νοικοκύρη απ' το Μπρομύρ'. Κι τα λέει τάχα για να ριξ' όξου τς άλλες απού 'ναι ανύπαντρες. Δεν τ'νε βλέπετε που δεν μαζώνει τα χείλια τς απ' τη χαρά τς;
Πλην ο Γιωργής δεν έτυχε ν' ακούση τους συμπερασμούς του Νταλντογιάννη, και ήτον παιδί της θάλασσας, όχι από εκείνους οπού αγαπούν να κάθωνται εις την παραθαλάσσιον αγοράν και ν' αργολογούν. Και πάλιν ένας από εκείνους είχε σπεύσει προ ημερών να του πάρη τα συχαρίκια, ότι υπανδρεύετο το Αρχοντώ, άλλως θα ήτο εν μακαρία αγνοία. Και αφ' ετέρου η μάννα του ήτον, και αυτή, κρυφή γυναίκα, κατ' άλλον τρόπον, και δεν επεθύμει μεν να νυμφευθή ο υιός της τόσον γρήγορα, έχαιρε δε ενδομύχως αν υπανδρεύετο το Αρχοντώ.
Την Πέμπτην είχε αποπλεύσει ο νέος εις το τελευταίον ταξίδι. Την Παρασκευήν η γραία επληροφορήθη θετικώς ότι ο αρραβών είχε γίνει πολύ κρυφά, και ότι ο γάμος θα ετελείτο πάλιν κρυφά, κατά το δυνατόν, την ερχομένην Κυριακήν. Η Μπούρμπαινα ευχαριστήθη, ελπίσασα ότι, κατά πάσαν πιθανότητα, ο υιός της δεν θα επανήρχετο προ της Δευτέρας, και δεν θα ήτο εδώ εις τον γάμον. Διότι υπώπτευεν, ήξευρε και ησθάνετο ότι ο Γιωργής έτρεφε παιδικόν αίσθημα προς την Αρχόντω.
Αλλά παρ' ελπίδα, η υπόθεσις του ταξιδίου ετελείωσε γρήγορα, ή ο καιρός ήτο πολύ ευνοϊκός, και η βάρκα επέστρεψε το Σάββατον, αργά την νύκτα. Τότε συνεκινήθη η γραία και εφοβήθη. Ο Γιωργής δεν είχε μάθει τίποτε ειμή περί επικειμένου αρραβώνος. Την άδειαν του γάμου είχαν αναβάλει να την λάβουν την Κυριακήν, άμα θα ενύκτωνε. Το μυστήριον θα ετελείτο παράωρα, μεσάνυχτα. Ο Γιωργής δεν ήξευρε τίποτε απ' όλα αυτά.
Όταν ο νέος ανήγγειλεν ότι θα είχαν ναύλον διά την Δευτέραν το πρωί, η γραία τον ηρώτησε διά πού, και ποίους θα μετέφεραν. Ο Γιωργής είπεν ότι ο κυβερνήτης του ήξευρεν, ότι δεν είχε εξηγηθή, και το κάτω-κάτω ολίγον τον έμελεν. Η γραία δεν είχεν αφορμάς να υποπτεύση ότι το ταξίδι αυτό είχε καμμίαν σχέσιν με τον γάμον.
Ελέχθη μεν ότι η νύφη θα επήγαινε να κατοικήση εις το χωρίον του γαμβρού, εις τα σπίτια του, εις τα νοικοκυριά του, αλλ' επιστεύετο ότι θα παρήρχοντο ημέραι προ της μετοικεσίας. Αλλ' η γρια-Μαρουδίτσα, η μήτηρ της Αρχόντως, φαίνεται ότι εβιάζετο να κουβαλήση την κόρην της πέραν, καθώς είχε βιασθή και να την “κουκουλώση” μίαν ώραν αρχύτερα.
Άλλως, ποίαν τάχα ενόει ο Σιγουράντσας, ο καραβοκύρης, λέγων ότι “εντρέπετο να καραβωθή η νύφη μέρα-μεσημέρι”;
Ποία νύφη;

** *

Η γραία τον παρεκίνησε να μείνη στο σπίτι να κοιμηθή. Ανελογίζετο ότι, αν και ήσαν γείτονες με την οικίαν της μητρός της Αρχόντως, και αν ήκουε θορύβους και εκρήξεις χαράς εις τον ύπνον του ο Γιωργής, αυτή θα τον επαρηγόρει και θα επροσπάθει να τον αποπλανήση· και έπειτα θα τον είχε σιμά της, εμπρός εις τα μάτια της.
Ο Γιωργής όμως ήθελε να υπάγη στην βάρκαν, όχι διότι του είχε παραγγείλει ούτω ο κυβερνήτης του, αλλά διότι πάντοτε ηρέσκετο κ' επροτίμα να κοιμάται εις την βάρκαν. Η μάννα του ήτο πλέον γραία και δεν ηδύνατο να τον νανουρίση εις την κούνιαν του ούτε εις την αγκαλιάν της. Η άλλη μάννα του, η θάλασσα, ακόμη τον ελίκνιζε με τα κύματα της. Κ' εκείνη είχε κούνιαν, κ' εκείνη είχεν αγκάλην και αγκάλας πολλάς. Διά την πρώτην μητέρα ήτο πλέον μεγάλος και ηλικιωμένος υιός. Διά την δευτέρα μεγάλην μητέρα, την προσφιλή και υγράν και άπιστον, ήτο ακόμη μικρόν, πολύ μικρόν τέκνον της.
Η γραία δεν επέμεινε περισσότερον να τον αποτρέψη. Επροσποιήθη μόνον ότι γνωρίζει και αυτή από θάλασσαν (και δεν εγνώριζεν άλλο παρά τους καημούς της θάλασσας), και είπεν ότι το αγκυροβόλιον του βράχου δεν ήτο πολύ ασφαλές, και του εσύστησε να πάγη ν' αράξη την βάρκαν εκείθεν των βράχων, μεσημβρινώτερα, προς την Σπηλιάν ή τες Πλάκες. Τούτο το έκαμε διά να είναι ο υιός της μακράν από την συνοικίαν και εις άποπτον από της οικίας, οπού θα ετελείτο ο γάμος. Πλην αυτός της είπε να ησυχάση και απήλθεν.
Όλα αυτά τα εσκέπτετο η ανήσυχος μητρική στοργή, αλλ' η γραία Μαρουδίτσα, η μήτηρ της Αρχόντως, ούτε ιδέαν είχεν ούτε υποψίαν ούτε έννοιαν αν ο Γιωργής, ο υιός της Μπούρμπαινας, ήτο ερωτευμένος με την κόρη της την Αρχόντω. Και αν είχεν ιδέαν, πάλιν δεν θα την έμελε τίποτε. Και αν εγνώριζεν ότι η κόρη της ανταπεκρίνετο εις το αίσθημα, πάλιν ολίγον θα ανησύχει. Τα κορίτσια δεν πρέπει να έχουν έρωτα, τί θα πη; Το μόνον χρέος των είναι να υπακούουν εις τους γονείς των. “Νυμφευμάτων μεν των εμών πατήρ εμός μέριμναν έξει”. Καθώς όλαι αι γραίαι, η Μαρουδίτσα ήτο συμφωνοτάτη με τον Ευριπίδην, χωρίς να έχη την τιμήν να τον γνωρίζη.
Τα κορίτσια δεν πρέπει να έχουν έρωτα. Δεν πρέπει, αλλ' όταν ο Γιώργης ήκουσε μέσα εις τον ύπνον του τους δύο πυροβολισμούς — διότι αφού η “κουλούρα” εμβήκεν εις το κεφάλι, δεν ήτο πλέον ανάγκη μυστικότητος, και αυτός ο κίνδυνος μήπως “ρίξουν τα κορίτσια της νύφης” παρήλθε πλέον· διότι τα κορίτσια, καθώς είναι γνωστόν εις πολλούς, τα ρίχνουν αι εχθραί της νύμφης, ενόσω διαρκεί η ακολουθία του Αρραβώνος, ήτις και δι' αυτό τελείται πολύ μυστικά, κατ' απαίτησιν των πονηρών γραϊδίων, χωρίς να πάρη είδησιν κανείς απ' έξω· κ' έπειτα η Μαρουδίτσα είχε λάβει πρόνοιαν να οχυρώση τους κόλπους της κόρης της, καθώς και του γαμβρού, με δύο μικρά ωραία χρυσοδεμένα τετραβάγγελα· οι δε πυροβολισμοί ρίπτονται κατ' αυτήν την στιγμήν του Στεφανώματος, ευθύς μετά την τελετήν του Αρραβώνος — όταν, λέγω, ο Γιωργής ήκουσε μέσα εις τον ύπνον του δύο τουφεκιές ή μάλλον τρομπονιές, εξύπνησεν έντρομος με ανασκίρτημα, και του εφάνη ότι ήτο κακός εφιάλτης. Αλλά δεν ήτο σωστόν ξύπνημα. Ο νέος ευρίσκετο εν ημιασυνειδησία και δεν ενόει τίποτε. Του εφάνη ότι έβλεπεν ως εν ονείρω εκεί, επάνω από τον βράχον, σύρριζα εις τον κρημνόν, μίαν οικίαν εκτάκτως φωτισμένην. Έπειτα εκοιμήθη πάλιν, κ' εκοιμήθη επί πολύ. Αλλά μέσα εις τον ύπνον του είχε συνείδησιν ονείρου μελωδικού, ούτως ειπείν, εφέρετο επί πτερύγων μουσικών φθόγγων, επί πτίλων αύρας εναρμονίου, λιγυράς. Μετά πολλήν ώραν εξύπνησεν.
Ήκουσεν ευκρινώς βιολιά, λαγούτα, λαλούμενα. Τί ήτο; Εκοίταξε κατά τον βράχον. Ήτο πράγματι οικία λαμπρώς φωτισμένη, παμφαής, και η οικία αύτη ήτο της Μαρουδίτσας. Υπανδρεύετο λοιπόν το Αρχοντώ; Δι' αυτό ο Σιγουράντσας του είχεν είπει “ντρέπεται η νύφη”; Ποιά νύφη;
Είχεν ακούσει περί μνηστείας. Ίσως να έκαμναν μνηστείαν, και αυτά ήσαν τα “μβασίδια” του γαμβρού. Διότι συνήθως, ευθύς μετά την απλήν ανεπίσημον μνηστείαν, “μβάζουν” τον γαμβρόν, δηλαδή τον εισάγουν επισήμως εις την οικείαν της νύμφης. Κ' επειδή ο γαμβρός ήτο πέραν από τα Εικοσιτέσσερα Χωριά, νοικοκύρης άνθρωπος, ηθέλησαν να τον εμβάσουν εν πομπή εις την οικίαν, διότι αύριον θ' απήρχετο πάλιν εις την πατρίδα του, και ο γάμος θ' ανεβάλλετο μετά μήνας. Αυτό θα ήτον.
Εζήτει να εύρη μικράν παρηγορίαν, επροσπάθει να πιασθή από ολίγην σφαλεράν ελπίδα. Επεθύμει να πιστεύση ότι αυτό μόνον ήτον. Ο γάμος θα εβράδυνεν. Είχεν καιρόν εν τω μεταξύ να βάλη μέσα εις ενέργειαν, διά να χαλάση τους αρραβώνας. Ήτο ικανός, αυτός, να το κλέψη, το Αρχοντώ. Και με όλα τα δίκια του. Διότι επίστευεν ότι διά της βίας ήθελαν να της δώσουν άνδρα ξένον άνθρωπον, οικοκύρην.
Αλλά τόσα φώτα, τόση χαρά, τόσος θόρυβος, ήτο μόνον διά τα μβασίδια; Ημπορούσε να το πιστεύση;
Έπειτα εκείναι αι φράσεις του Σιγουράντσα ήρχοντο πάλιν εις τον νουν του. “Μπορεί να τους σηκώσουν πρωί. θα μβαρκάρουν τη νύφη. Νά 'χη τον νουν του”.
Να ήτο λοιπόν αληθές; Ετελείτο γάμος εκεί επάνω; Υπανδρεύετο το Αρχοντώ;
— Ώ, Τύχη και Πρόνοια! Ώ, βουλαί ανθρώπων υποβολιμαίοι, του Αχιτόφελ βουλαί!

** *

Τί να σκεφθή! Τί να είπη; Πώς ν' αρθρώση λόγον; Ήθελε, κατά το άσμα, “ν' αρχίση να πη τα πάθη του τραγούδια”. Σύρε να πης της μάννας σου να κάμη κι άλλη γέννα. Όχι! Ανάθεμα τη μάννα σου!...
Διατί κοιμάται; Πώς αγρυπνεί; Πώς μένει εξαπλωμένος; Και δεν εξέρχεται πνοή και στεναγμός από το στόμα του, και το όμμα του εκαρφώθη εκεί απλανές, και ζη, και δεν ζη, ενδόμυχον ζωήν; Τί σκέπτεται; Σκέψις χρειάζεται; Όχι, δράσις. Να σηκωθή... Να πηδήση... Να τρέξη... να πετάξη... Ν' αναβή τον βράχον, σκαλοπάτια-σκαλοπάτια, στενούς δρομίσκους, λιθόστρωτα... Να φθάση εκεί επάνω... Να χυθή, να ορμήση... Να τους ταράξη. Να τους θαλασσώση... Να επίβάλη χείρα εις την νύφην, οπού στέκει στολισμένη και καμαρώνει.
“Έλα εδώ, συ!”... Να την αρπάξη... Να την σηκώση ψηλά... Να την κατεβάση, κάτω από την σκάλαν... θα εξαφανισθούν... θα μείνουν απολιθωμένοι... θα τον νομίσουν διά τρελόν... θα συνέλθουν... θα τρέξουν κατόπιν του... Η γριά θα τραβήξη τα μαλλιά της, θα χυθή επάνω του, και θα τον σχίση με τα νύχια της τα μαύρα... Οι άλλοι, καλεσμένοι, κουμπάρος, συγγενείς, θα του ριχθούν με τους γρόνθους, με ράβδους, με τας φιάλας τας κενάς και με τας φιάλας τας μισογεμάτας... με την σκούπαν... με ό,τι τύχη. Αυτός με την μίαν χείρα θα σπρώχνη την νύφην εμπρός, με την άλλην θα προσπαθή να τους φέρη γύρο όλους!... Και ο γαμβρός, ο νοικοκύρης, με το πανωβράκι του το τσόχινον, με το φέσι του το στιλπνόν, με την τσάκαν του την βελουδένιαν, με το ζωνάρι του το μεταξωτόν, θα τρέξη απ' οπίσω του, και θα γυρεύη να τους χωρίση... Όχι, θα του έλθη λιγοθυμιά, και θα πέση απ' οπίσω από την πόρταν... και τότε αι γυναίκες θα βάλουν τες φωνές, και θα πασχίζουν να ξελιγοθυμήσουν τον γαμβρό... και θα επέλθη μικρός αντιπερισπασμός... κι αυτός θα σπρώχνη την νύφην κατά τον βράχον, σιμά εις την βάρκαν, κάτω, και με τους γρόνθους και με τους αγκώνας του, καταπληγωμένος, αφρίζων, αιματωμένος, άγριος, θ' απαντά εις τα κτυπήματα των λυσσασμένων.
Εμπρός! θάρρος, απόφασις. Σηκώσου! θα κουνηθής επί τέλους;

** *

Είχε κοιμηθή αποβραδύς ο Σιγουράντσας, ο καραβοκύρης. Εις τας δύο μετά τα μεσάνυκτα εξύπνησεν. Είχε χορτάσει τον ύπνον.
Έτριψε τα μάτια του, εχασμήθη, εγόγγυσεν, έρριψεν ολίγον νερόν εις τα βλέφαρα του, εφόρεσε την μικράν καπόταν του, και κατέβη.
Διευθύνθη εις το σπίτι της χαράς, εκεί οπού εγίνετο ο γάμος.
Δεν ήτο καλεσμένος, όχι, αλλ' ήτο καραβοκύρης της βάρκας... του Γιωργή και ήτο ναυλωμένος να μεταφέρη το νέον ανδρόγυνον πέραν. Η νύφη δεν είχε σπίτι ως προίκα. Η γριά της έδωκε δύο ή τρία μεταξωτά και ολίγα βαμβακερά φορέματα, δύο χαλκώματα, μισήν δουζίναν χουλιαράκια του γλυκού, δύο προσκέφαλα, τρία σινδόνια, μίαν σκάφη και μίαν ανεμοδούραν, έγραψεν εις το προικοσύμφωνον πεντακοσίας δραχμάς μέτρημα, τας οποίας είναι άδηλον αν είχε σκοπόν ποτέ να δώση, και με αυτά τους “εκουκούλωσε”.
Το να μη λάβη σπίτι ως προίκα η νύφη εσήμαινεν ότι δεν θα έμενεν εγκάτοικος εις την πατρίδα της. Ο γαμβρός, πέρα, στα χωρία τα δικά του, έλεγαν ότι είχε σπίτι και σπίτια πολλά. Και χωράφια όχι ολίγα. Οικοκύρης άνθρωπος.
Είχεν αποφασισθή, ευθύς μετά τον γάμον, άμα εξημέρωνε να μβαρκάρουν ο γαμβρός, η νύφη, συνοδευόμενοι από την γραίαν, και να περάσουν πέραν εις τον Πλατανιάν, σιμά εις την Σηπιάδα άκραν, εις τα χωρία του γαμβρού, εις τα σπίτια του κ' εις τα νοικοκυριά του.
Είχαν συμφωνήσει με πολλήν μυστικότητα από το δειλινόν της Κυριακής (την μυστικότητα την ήθελεν η γραία εις όλα, φυλαττομένη τας κακάς γλώσσας του χωρίου· ήθελε ν' αποκοιμίση την κοινήν περιέργειαν· δεν της ήρεσκε ν' ακούη σχόλια, διατί και πώς η γραία Μαρουδίτσα υπάνδρευσε την κόρην της και την έστειλεν εις ξένον μέρος, και την εξεπάτρισε, και την “εκαράβωσε” μέρα-μεσημέρι· και προσέτι αν η νύφη είχε καλά προικιά, και αν “εκαμάρωνεν” όταν θα επήγαινε να μβαρκάρη κτλ.), είχαν συμφωνήσει, λέγω, με τον Σιγουράντσαν, τον καραβοκύρην, πρωί-πρωί να τους πέραση πέρα με την βάρκαν, την βάρκαν του Γιωργή. Με αυτό το θάρρος επηγαινεν ο καπετάν Σιγουράντσας τας δύο μετά τα μεσάνυκτα εις της χαράς το σπίτι, χωρίς να είναι καλεσμένος. Είχε σκεφθή ότι καλόν θα ήτο να χορτάση τον ύπνον ενωρίς, αφού ήτον διά ταξίδι, και βαθιά την νύκτα, περί το δεύτερον λάληλα του πετεινού, να σηκωθή να υπάγη απροσκάλεστος εις της χαράς το σπίτι.
Ήρκει άπαξ να είπη:
— Έ! τί κάνουμε; Καλορρίζικα δα. Ας είναι στερεωμένα. Κοντεύει να φέξη. Ο αστέρας θα βγη. Η Πούλια πάγει μεσουρανίς. Να, τώρα θα χαράξη. Εγώ λέω να τραβιόμαστε αγάλι' αγάλια. Τώρα με το απόγειο, το πρωί, θα κολλήσουμε μια χαρά πέρα, πριν ψηλώση ένα κοντάρι ο ήλιος... Ας είναι στερεωμένα, καλορρίζικα! Με γυιούς! Εβίβα σας! Στερεωμένο το ανδρόγυνο! Στην υγειά σας! Καλορρίζικα!
Και ύστερον επί τρεις η τέσσαρας ώρας θα εκερνάτο και θα έπινεν ανέτως, ως καλεσμένος με τους καλεσμένους, υπενθυμίζων μόνον από καιρού εις καιρόν:
— Κοντεύει να φέξη... Να τραβιόμαστε σιγά-σιγά. Εβίβα σας! Καλορρίζικοι! Στερεωμένοι!
— Ας φέξη! θα απήντων εκάστοτε ο κουμπάρος και οι καλεσμένοι.
Και ούτω συνέβη. Ήτο ήδη τετάρτη μετά τα μεσάνυχτα. Γλυκοχαράματα, απόπασχα, Απρίλιος ο μην. Τα πουλιά εκελαδούσαν εις τα δένδρα, γύρω εις την ακρογιαλιάν. Η αυγή έδειχνε τα ρόδινα δάκτυλα της ψηλά από την κορυφήν του βουνού αντικρύ, και όλος ο αήρ εμοσχοβολούσεν από τα ρόδα των κήπων ολόγυρα, τα ρόδα τα οποία είχον πλασθή από τον Δημιουργόν χωρίς ακάνθας· και τώρα, διά να δρέψη τις έν από αυτά ανάγκη να ματώση τα δάκτυλα... και πάλιν, όταν το ρόδον είναι υψηλά πολύ, δεν το φθάνει όσον και αν τανυσθή τις, μόνον αδίκως ματώνει τα δάκτυλα... και καμμίαν φοράν πέφτει και σπάζει τα πόδια.
Ήτο τετάρτη ώρα γλυκοχαράματα, και κανείς ακόμη δεν είχε κινηθή από την οικίαν. Τέλος, η γραία Μαρουδίτσα, ήτις επεθύμει να γίνη το μπαρκάρισμα όσον το δυνατόν ενωρίτερα, επήρε δύο αβασταγές με ρούχα, τας οποίας είχεν ετοιμάσει, και, αφού συνεννοήθη με τον Σιγουράντσαν, τας έδωκεν εις δύο παιδία, ανεψιούς της, να τας κουβαλήσουν κάτω εις τον αιγιαλόν.
— Εκεί είν' η βάρκα, είπεν ο καραβοκύρης, δεικνύων διά του παραθύρου. Ο Γιωργής κοιμάται μέσα. Ας τον φωνάξουν να σηκωθή, να του παραδώσουν τα πράματα. Κι ό,τι άλλο έχετε, στείλετε το. Δώστέ μου κ' εμένα να κουβαλήσω τίποτα, τώρα που θα κατέβω. Στερεωμένοι! καλορρίζικοι! Τέπερτε όλοι! Το ανδρόγυνο στερεωμένο!

** *

Να σηκωθή... Να τρέξη... Να την αρπάξη μέσ' από τα χέρια τους... Η γρια θα τον σχίση με τα νύχια της... Αυτός θα την αρπάξη από τον λαιμόν να την πνίξη... Οι καλεσμένοι θα του ριχθούν με τις μπουκάλες, με τους γρόνθους και με τα ρόπαλα... Αυτός θα τους κυνηγήση μ ένα σκαρμόν, μ' ένα μπάγκον, με μιαν τροπωτήρα, οπού μπορεί να πάρη μαζί του από την φελούκαν... Αι γυναίκες θα βάλουν τες φωνές... Ο γαμβρός θα τας καταπραΰνη. “Σιωπάτε! σιωπάτε!”. Είναι ειρηνικός άνθρωπος, φρόνιμος νοικοκύρης.
Δεν εσηκώθη... Δεν έτρεξε. Δεν ήτο πλέον καιρός. Ο μακρός εφιάλτης τον είχε προδώσει.
Τα δύο παιδία κατέβησαν κάτω εις την άκρην του βράχου, φέροντα τας δύο δέσμας των φορεμάτων. Δύο φανάρια υπήρχον εξ αρχής κρεμασμένα εις το μπαλκόνι της οικίας. Τρίτον φανάριον προσετέθη τώρα έξω από την θύραν της αυλής, διά να φέγγη τον δρόμον εις αυτούς οπού ήρχισαν να κουβαλούν την αποσκευήν. Το ουράνιον δρέπανον, λευκόν, εστιλπνωμένον, είχεν ανατείλει προ ώρας, και τώρα είχεν ωχριάσει από τας ερυθράς και κυανάς λάμψεις του λυκαυγούς. Και τα ρόδα της αυγής εκοκκίνιζαν υψηλά, πρωτογενή, άφθαστα ρόδα... φλογίνη ρομφαία εις την πύλην του φωτός!
Τα δύο παιδία εφώναξαν τον Γιωργήν. Αλλ' ο νέος είχε σηκωθή πριν τον φωνάξουν.
— Μπάρμπα, ειπ' ου καπιτάνιους, να πάρ'ς, λέει τα ρούχα μέσ' τ' βάρκα.
— Είπε, λέει, η θειά μ' η Μαρουδίτσα, να τα βάνης, λέει, σε καλή μεριά, τα ρούχα, να μη βραχούνε.
— Να τα βάνης, λέει, απουκάτ' απ' την πλώρ' τς βάρκας, όμορφα - όμορφα.
— Τα ρούχα, λέει, κι τα μάτια σ'. Και συγχρόνως ηκούσθη από το ύψος του βράχου κατερχομένη η μεγάλη φωνή του Σιγουράντσα:
— Αλέστα, Γιωργή! Τα πήρες τα πράματα μέσα;
Είχεν εξέλθει έξω από την θύραν της αυλής, κ' εκεί προπεμπόμενος και ξεκολλών αργά-αργά, εξηκολούθει να κερνάται ακόμη.
— Γεια μας! Στερεωμένο τ' ανδρόγυνο! Καλορρίζικοι! Καλό μας καταυόδιο!
Και μετ' ολίγα λεπτά κατήρχετο βραδύς την κλιτύν του βράχου, εξακολουθών να φωνάζη καθ' οδόν:
— Ασένιο, Γιωργή! Θά 'χουμε καλό ταξίδι.


** *

Δεν ήτο πλέον ψέμα, ήτον αλήθεια. Ο Γιωργής έπλεε με την βάρκαν του και με τον Σιγουράντσαν. Έπλεε και μετέφερε την Αρχόντω, με την μητέρα της και με τον γαμβρόν, την ώραν της αυγής. Τους μετέφερεν εις την Σηπιάδα άκραν, εις τα χωρία του γαμβρού, εις τα σπίτια του, εις τα νοικοκυριά του.
Και πάλιν ημπορεί να ήτον ψέμα, τίς δύναται να είναι βέβαιος; Ήτο όνειρον μαγικόν, απαίσιον και τρομερόν, όνειρον το οποίον έβλεπε με ανοικτά τα μάτια. Κ' εσφαλούσε τα μάτια και ακόμη το έβλεπε.
Τα ρόδα της αυγής εφυλλορροούσαν κ' εκοκκίνιζαν αι παρειαί της Αρχόντως, ή εκοκκίνιζαν μόναι των εις την θέαν του Γιωργή; Αυτός ήτο χλωμός, μαραμμένος, αδρανής.
Τα ρόδα της αυγής δεν ήρκουν διά να τον κάμουν να κοκκινίση. Τα χέρια του μηχανικώς, ως ξυλιασμένα, ετραβούσαν το κουπί. Ξύλον κολλημένον επάνω εις το ξύλον.
Μίαν φοράν μόνον εκοίταξε την Αρχόντω. Το βλέμμα εκείνο ήτον η τελευταία συγκεντρωμένη ακτίς της ψυχής του. Είτα εκείνη κατεβίβασε τα όμματα, και το ιδικόν του όμμα κατέστη απλανές.
— Καλό κατευόδιό σας!
— Παναγία μπροστά σας!
— Δούλευέ τα, καπετάνιο.
— Δούλευέ τα! δούλευέ τα.
Εμακρύνθησαν, επελαγώθησαν, κ' έφευγαν, έφευγαν.
Δεν ημπορούσε να συνάψη ιδέαν πλέον. Δεν ήτο τάχα πλέον καιρός παλληκαριάς; Παρήλθεν η ευκαιρία διά να ορμήση επάνω εις το σπίτι, να την αρπάξη από τας χείρας όλων, με τους γρόνθους και με τους οδόντας και με τους όνυχας. Η γραία δεν θα τον έσχιζε πλέον με τα νύχια της τα μαύρα... Αυτός ημπορούσε ακόμη να την πνίξη... να την πνίξη... Έβλεπε τον γαμβρόν και του εφαίνετο ως όρνεον, το οποίον είχεν έλθει από ξένον τόπον διά ν' αρπάξη την περιστέραν, την τρυγόνα.
Του ήρχετο να ξεστηθωθή, να πτύση εις τας χείρας, και να του είπη:
— Παλεύουμε, μπάρμπα;
Του ήρχετο να συγχαρή την γραίαν διά τον γάμον της τάχα — προσποιούμενος ότι επίστευεν ότι αυτή ήτο η νύφη... διότι η ηλικία του γαμβρού εφαίνετο διά να είναι σχεδόν πατήρ της κόρης.
Και να συγχαρή την νέαν διότι, μετά τόσα έτη ορφάνιας, είχεν αποκτήσει τάχα δεύτερον πατέρα.
Έπειτα του ήλθεν να είπη εις τον γαμβρόν, δεικνύων την θάλασσαν:
— Παραβγαίνουμε στο κολύμπι;

** *

Εκείνος θα εκάγχαζε με την τρέλαν του νέου. Δεν είχεν όρεξιν διά θαλάσσιον λουτρόν. Ήτο χερσαίος, θα επήγαινεν ως μολυβήθρα κάτω εις τον βυθόν. Οικοκύρης άνθρωπος, με τα χωράφια του, με τα σπίτια του, με τα καλά του.
Το απόγειον εφύσα. Ο άνεμος εδυνάμωνε. Θα εδυνάμωνε πολύ. Ήτο ήμερα πλέον, και ο ήλιος θ' ανέτελλε πυριφλεγέθων επάνω. Και τα ρόδα των παρειών της νύμφης δεν θα εξηλείφοντο. Και η χλωμάδα η ιδική του ενίκα την ηλιοκαΐαν του προσώπου του, την παιδιόθεν κτηθείσαν.
Ο άνεμος εδυνάμωνε. Σαβούραν δεν εφρόντισαν να βάλουν. Ποίος να το ενθυμηθή; Αυτόν δεν τον έμελεν. Ο Σιγουράντσας ήτο “καπνισμένος”. Ο γαμβρός δεν ήξευρεν από τέτοια. Ήτο στεργιώτης άνθρωπος, με τα χωράφια του, με τα υπάρχοντά του.

Ο άνεμος εδυνάμωνε. Τάχα δεν ημπορούσε να δυναμώση αρκετά, ώστε μ' ένα σαγανίδι ν' αναποδογυρίση την ασαβούρωτην βάρκαν;
Μ' ένα σαγανίδι μόνον. Με μικράν ανεπιτηδειότητα του Σιγουράντσα εις το τιμόνι, μ' ελαφράν απροσεξίαν του Γιωργή εις το πανί.
Και τότε όλα θα έπλεαν εις την θάλασσαν... όλοι θα έπεφταν εις το κύμα. Ο γαμβρός θα επήγαινε μολύβι εις τον πάτον, χερσαίος, αθαλάσσωτος άνθρωπος. Την γριαΜαρουδίτσαν ας την εγλύτωνεν, αν ήθελεν, ο Σιγουράντσας. Ο Γιωργής θα εγλύτωνε την Αρχόντω κολυμβών. “Κ' εσένα να γλυτώσω, κορμί μ' αγγελικό”.
Ένα σαγανίδι, ένα σαγανιδάκι μόνον. Και τούτο τί εχρειάζετο; Μία παρατιμονιά του Σιγουράντσα δεν ήρκει; Και αυτή τί εχρειάζετο; Ένα καργάρισμα του πανιού δεν ήτο αρκετόν; Και δεν ήτο αυτό εις το χέρι του Γιωργή και μόνον;
Με το χέρι του ημπορούσε να βιάση το πανί, και με το πόδι του ημπορούσε να βγάλη τον πίρον της βάρκας. Η βάρκα είχεν οπήν φραγμένην διά πίρου, δίπλα εις την καρίναν. Ήτο τούτο σχέδιον του Γιωργή, όστις έσωζεν ακόμη παιδικάς τινας κλίσεις εις τα θαλασσινά του, και επεθύμει, καθώς βουλιούν τα παιδιά τες μικρές φελούκες κολυμβώντα, να βουλιά συχνά την βάρκαν του, διά να χορταίνη εκείνη θάλασσαν και αυτός κολύμβημα.
Με εν λάκτισμα, ακόμη ολιγώτερον, με εν κτύπημα του δακτύλου του ποδός, ημπορούσε να στείλη εις τον άλλον κόσμον άναυλα τρεις ψυχάς, τον γαμβρόν, την πενθεράν και την νύφην... εάν δεν ήθελε να γλυτώση την τελευταίαν.
Ο κυβερνήτης, αν και βαρύς, θα εκολύμβα όπως-όπως και θα εγλύτωνε. Δεν απείχον ήμισυ μίλιον από την ακτήν. Ο γαμβρός θα επήγαινε βολίς εις τον πάτον με όλα τα σπίτια του... ή μάλλον χωρίς τα σπίτια του, χωρίς τα χωράφια του και τα υπάρχοντα του. Η γραία Μαρουδίτσα... αυτή το ψωμί της το είχε φάγει. Την κόρην της την είχε “κουκουλώσει” και την είχε κάμει νοικοκυρά. Θα εφρόντιζεν αυτός να της κάμη τα κόλλυβα... μαζί με την Αρχόντω.
Εμπρός! Καρδιά! θάρρος! Όχι, δεν έπρεπε να βουλιάξη την βάρκαν διά του ανοίγματος της οπής. Το μέσον δεν μετείχε παλληκαριάς, ήτο δε και απαίσιον. Έπειτα δεν θα ήτο πολύ ασφαλές, διά την εις τον άλλον κόσμον προπομπήν.
Με βουλιαγμένην βάρκαν εσώθησαν πολλοί μη γνωρίζοντες να κολυμβούν. Με αναποδογυρισμένην βάρκαν πολλοί και δεξιοί κολυμβηταί εχάθησαν.
Όχι, δεν θα εβούλιαζεν την βάρκαν θα την αναποδογύριζε!

** *

Θα έβλεπεν τερπνόν θέαμα, τον Σιγουράντσαν να κολυμβά ως φώκη μακράν του. Θα εξεπιάνετο από τον γαμβρόν, θα απηλλάσσετο από την πενθεράν, διά να ριφθή εις την θάλασσαν. Η γραία μόλις θα επρόφθανε να κάμη τον τελευταίον σταυρόν της, και η φωνή της αγωνίας της θα επνίγετο βαθιά κάτω.
Την επαύριον εις το χωρίον, οι ιερείς θα της έψαλλον τον “κανόνα” της, και θα προέτρεπον τους παρεστώτας να κάμουν μετανοίας διά την ψυχήν της. Και επί σαράντα ημέρας, όλαι αι ευλαβείς γραίαι του χωρίου θα έπαυον να τρώγουν οψάρια, με την υποψίαν ότι αυτά είχον εγγίσει την πνιγμένην. Να δράξη την Αρχόντω από τον βραχίονα... από την μασχάλην... όχι, από την μέσην, Και έπλεεν ήδη, έπλεε κ' εκολυμβούσε μαζί της. Δια μίαν φοράν ας γίνη γλυκιά η πικρή και αλμυρά θάλασσα.
Έφευγεν, έφευγεν ως δελφίνι, εφύσα κ' εξέρνα το νερόν ως φάλαινα, και προέβαλλε κοπτερόν τον βραχίονα ως ξιφίας. Έπλεε με τον δεξιόν βραχίονα, κ' εσφιχταγκάλιαζε την νέαν με τον αριστερόν. Άνω την κεφαλήν της, άνω. Ν' αναπνέη το δακτυλιδένιο στοματάκι της... “Μη φοβάσαι, αγάπη μου!” Και μικρόν κατά μικρόν θα εξετοπίζετο οργυιάς και οργυιάς... θα εζύγωνε, θα επλησίαζεν εις την ξηράν. “Τώρα, τώρα, εφτάσαμε, ψυχή μου”. Κανέν δυστύχημα δεν έμελλε να συμβή. Όλος ο κόσμος θα εσώζετο. “Εζαλίσθης, ψυχή μου; Όλα καλά τώρα. Επνίγη κανείς; Όχι, αφού εγλύτωσες συ”. Ώ, πώς θα έπεφταν αφανισμένοι, μισοπνιγμένοι, στάζοντες θάλασσαν, επάνω εις την άμμον. Αναπλασμένοι και αναβαπτισμένοι. Νέος Αδάμ και νέα Εύα, φέροντες τους χιτώνας θαλασσοβρεγμένους κολλητά εις την επιδερμίδα των, περισσότερον παρά γυμνοί.
“Εκεί εις τον βράχον είναι μία σπηλιά. Ύπαγε εκεί μέσα, φιλτάτη μου, ν' αλλάξης”. Εκείνη, αν είχε δύναμιν να τον ακούη, θα τον εκοίταζε κατάπληκτος. Ν' αλλάξη με τί; “Να στέγνωσης, θα σου φέρω εγώ φύλλα, απ' όλα τα δένδρα του δάσους, αγάπη μου, να σκεπασθής”.

** *

Τέλος, αναποδογύρισε την βάρκαν; Έπνιξε τους επιβάτας; Την έσωσεν εκείνην;
Δεν ισχύει τηλαισθησία ούτε τηλεπάθεια, διά να ζητήσωμεν τας ψήφους των αναγνωστών, νοερώς, ακαριαίως, ουδέ Κοινοβουλίου τέμενος είναι παρ' ημίν ιερόν, αλλά ναός Ευβουλίας. Πας συγγραφεύς υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύει την μέσην κρίσιν και το μέσον αίσθημα των αναγνωστών του. Δεν την αναποδογύρισε, δεν τους έπνιξε. Ολίγον ακόμη ήθελε διά να το κάμη, αλλά το ολίγον αυτό έλειψεν.
Έξαφνα είδε νοεράν οπτασίαν, την μορφήν της μητρός του της Μπούρμπαινας, εναέριον, παλλομένην. Ετράβα τα μαλλιά της κλαίουσα και του έλεγε: “Αχ! γυιέ μου! γυιέ μου! Τ' είν' αυτό που θα κάμης;”
Έκαμε κρυφά το σημείον του σταυρού επί της καρδίας, από μέσα από το υποκάμισον του. Ενθυμήθη και είπε τρεις φορές το “Κύριε Ιησού Χριστέ”, οπού του το είχε μάθει, όταν ήταν μικρός, η μήτηρ του, και αυτός έκτοτε το είχε ξεχάσει. Είπεν: “Ας πάγη, η φτωχή, να ζήση με τον άνδρα της! Με γεια της και με χαρά της!”
Κατέστειλε το πάθος, επραΰνθη, κατενύγη, έκλαυσε κ' εφάνη ήρως εις τον έρωτά του — έρωτα χριστιανικόν, αγνόν, ανοχής και φιλανθρωπίας.