Ένα κείμενο του Ξενοφώντα Κοκόλη για το Μανόλη Αναγνωστάκη θα «διαβάσουμε» μαζί σ’αυτή την ανάρτηση, στο οποίο, όπως αναφέρει και ο τίτλος του, επιχειρείται μία «Απόπειρα ποιητικής αυτοβιογραφίας» του ποιητή.
Στο κείμενο αυτό, και αφού η ποίηση του Μ. Αναγνωστάκη χαρακτηρίζεται πολιτική ποίηση, μια ποίηση, δηλαδή, που τα συστατικά της, θεματικά και συγκινησιακά, προέρχονται κατά προτεραιότητα από το χώρο της πολιτικής συνείδησης του ποιητή, προτάσσεται το πρώτο ποίημα που έγραψε ο Αναγνωστάκης το १९४१(«Ο πόλεμος»), επειδή προδιαγράφει «με καθαρότητα και επάρκεια απροσδόκητες για την ηλικία του ποιητή» αρκετά χαρακτηριστικά της ποιητικής του παραγωγής των επόμενων τριάντα χρόνων.
Ο Πόλεμος
Οι δείχτες κοκαλιάσανε κι αυτοί στην ίδια ώρα
Όλα αργούν πολύ να τελειώσουνε το βράδυ, όσο κι αν τρέ-
χουν γρήγορα οι μέρες και τα χρόνια
Έχει όμως κανείς τις διασκεδάσεις του, δεν μπορείς να
πεις· απόψε λ.χ.σε τρία θέατρα πρεμιέρα.
Εγώ συλλογίζομαι το γέρο συμβολαιογράφο του τελευταίου
πατώματος, με το σκοτωμένο γιο, που δεν τον είδα ούτε
και σήμερα. Έχει μήνας να φανεί.
Στο λιμάνι, τα μπορντέλα παραγεμίσανε από το πλήρωμα
των καινούργιων αντιτορπιλικών κι οι μάρκες πέφτουνε
γραμμή.
Η θερμάστρα κουρασμένη τόσα χρόνια έμεινε πάλι φέτος σε
μια τιμητική διαθεσιμότητα
«Το πολυαγαπημένο μας αγγελούδι, (εδώ θα μπει το όνομα,
που για τώρα δεν έχει σημασία) ετών 8 κτλ। κτλ»
Στην οδό Αιγύπτου (πρώτη πάροδος δεξιά) τα κορίτσια κο-
καλιασμένα περιμένανε από ώρα τον Ισπανό με τα τσιγα-
ρόχαρτα।
Κι εγώ ο ίδιος δεν το πιστεύω αλλά προσπαθώ να σε πείσω
οπωσδήποτε, πως αυτό το πράγμα στη γωνιά ήτανε
κάποτε σαν κι εσένα. Με πρόσωπο και με κεφάλι.
Οσονούπω όμως, ας τ’ ομολογήσουμε, ο καιρός διορθώνεται
και να που στο διπλανό κέντρο άρχισαν κιόλας οι δοκιμές.
Αύριο είναι Κυριακή।
Σιγά σιγά αδειάσανε οι δρόμοι και τα σπίτια, όμως ακόμη
κάποιος έμεινε και τρέχει να προφτάσει
Και ρυθμικά χτυπήσανε μια-μια οι ώρες κι ανοίξανε πόρτες
και παράθυρα μ’ εξαίσιες αποκεφαλισμένες μορφές
Ύστερα ήρθανε τα λάβαρα, οι σημαίες κι οι φανφάρες κι οι
τοίχοι γκρεμιστήκανε απ’ τις άναρθρες κραυγές
Πτώματα ακέφαλα χορεύανε τρελά και τρέχανε σα μεθυ-
σμένα όταν βαρούσανε οι καμπάνες
Τότε, θυμάσαι, που μου λες: Ετέλειωσεν ο πόλεμος!
Όμως ο Πόλεμος δεν τέλειωσεν ακόμα. Γιατί κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ!
Τα χαρακτηριστικά, λοιπόν, που εντοπίζονται:
1) Η πεζολογία ( πελώριοι, άμετροι στίχοι)
2) Η πικρά ειρωνική, η σαρκαστική συμπαράταξη έντονα αντίθετων θεματικών στοιχείων ή διαθέσεων.
3) Διαλογικός τόνος, διατυπώσεις «κουβεντιαστές».
4) Αποχρώσεις φρίκης σε κάποιες περιγραφές.
5) Ακριβείς τοπογραφικές αναφορές.
6) Η αίσθηση ότι ο αγώνας δεν τελειώνει που συνοδεύεται από την προσπάθεια να συντηρηθεί το παρελθόν μέσα στην προσδοκία του μέλλοντος. ( Αλλού: «Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει. Όμως εγώ δεν παραδέχτηκα την ήττα. (…) Όρθιος και μόνος σαν και πρώτα π ε ρ ι μ έ ν ω». Κι αλλού: « Κάτω από κάθε τι που σου σκεπάζει τη ζωή / Όταν όλα περάσουν / Σε περιμένω»).
Κι αργότερα, σε άλλα ποιήματα,
7) Η περιγραφή του συμβιβασμού με τις πραγματικές συνθήκες ζωής.
8) Αυτή η προσαρμογή στις ευτελείς συνθήκες της ζωής είναι που ενοχλεί τον Αναγνωστάκη, αν και γνωρίζει ότι η εμμονή στη διατήρηση των παλιών ιδεών και στη συντήρηση του νικημένου οράματος τον οδηγεί στη μόνωση. (« Όχι δεν πιάνω το χέρι σου. Δε θα κλέψεις το σχήμα του δικού μου»). Εκεί θα συναντήσουμε και
9) την παραίνεση, τον τόνο διδαχής προς εαυτόν, «διαδικασίες που συναποτελούν τη συνειδητή προσπάθεια αντίστασης απέναντι στην προσαρμογή», αλλά και τον
10) αυτοσαρκασμό « κάθε φορά που ο ποιητής βλέπει τον εαυτό του ανάμεσα στους προσαρμοσμένους στις τωρινές συνθήκες। «Μ’ αυτή την επώδυνη στάση απέναντι στον εαυτό του», συνεχίζει ο Ξ। Κοκόλης, «ο ποιητής συντηρεί, αποτελεσματικά, φωλιές νερού μέσα στις φλόγες, όπως έχει πει, κρατάει την περασμένη του ύπαρξη σε εγρήγορση τόση, όση χρειάζεται ώστε, όταν παρουσιαστεί η ανάγκη, να μπορεί να την ανασύρει από το βυθό τής κατά συνθήκην ζωής". Και δίνει ως δείγμα πικρότατου αυτοσαρκασμού το ποίημα : «Σωσίες», γραμμένο περίπου στα १९६१:
Τώρα που γίναμε πλούσιοι, ή βρήκαμε τον τρόπο μας που
λένε –
(Πέρασαν τόσα και τόσα για νάβρη τον τρόπο του ο καθέ-
νας )
Τώρα στο πόδι μας θα βρείτε πάντα κάποιον άλλον·
Βέβαια, τον πληρώνουμε αδρά, τον συντηρούμε, τον προσέ-
χουμε
Κι αυτές οι εγχειρήσεις κοστίζουνε πολλά, θέλουν χρόνο
Πώς να φορμάρεις ένα τυχόν ξένο πρόσωπο σαν το δικό σου
Να πάρεις δασκάλους, να διδάξεις την κάθε σου κίνηση, κάθε
λυγμό
Μα οι κατάλληλοι άνθρωποι πάντοτε βρίσκονται δεν έχουν
τίποτα να χάσουν
Αυτούς θα δείτε τώρα στα κέντρα, στις συναναστροφές, να
υπογράφουν γραμμάτια
να υποφέρουν, να χαίρονται, να σας εξαπατούν τέλος πά-
ντων
Εμείς οι ίδιοι – πρόσεξε αυτό το: εμείς οι ίδιοι – λέμε να μα-
ζευόμαστε καμιά φορά
Ορίσαμε μια –το πολύ - στα δέκα χρόνια, να λέμε τα παλιά.
Οριστικά εμείς οι ίδιοι, πήραμε όρκο να μη γίνη ζαβολιά.
Όρκο βαρύ. (Τι θες, τι τα ρωτάς. Υπάρχει πια εμπιστοσύνη;).
Όλα αυτά στην προσπάθεια να κατανοήσουμε βαθύτερα τις πηγές της ποίησης του Αναγνωστάκη, τον ιδεολογικό και ποιητικό του κόσμο, στοιχεία χρήσιμα και για την ανάλυση του ποιήματος «Στον Νίκο Ε…1949»